United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Εκείθε μεςτην Κοσμηρά » Πλάκωσα λυσσασμένος, » Κόκκινο αίμα Τούρκικο » Να πιω και να ρουφήξω. » Τριγύρω τους τ' ασκέρι μου » Άρχισα να ξανοίξω, » Κ' εγώτη μέση χύθηκα, «'Σάν λύκος πεινασμένος.» «Τους έσφαξα.

Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει διά της καπνοδόχου.

Η κυρία, η οποία ήτο κυρία του ή της οποίας αυτό ήτανε η κυρία, έφερνε μαζί της ένα ρωγοβύζι με γάλα, και από αυτό εποτιζότανε το σκυλάκι· του έδινε και ζαχαρωτά, αλλά αυτό, το πολύ-πολύ, τα εμύριζε και τα έγλυφε, δεν ημπορούσε ούτε μια φορά να τα φάγη και έτσι τα έτρωγε η ίδια. Εγώ έτρεχα μέσατη λάσπη, κοντάτην άμαξα, πεινασμένος, ακριβώς έτσι, όπως πρέπει να είναι το σκυλί.

Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν.

Το ψύχος της πρωίας και οι ογκηθμοί των όνων, κομιζόντων τα επιούσια λάχανα εις τους υπηκόους της, διέκοψαν της Ιωάννας τους φιλοδόξους ρεμβασμούς, ήτις κλείσασα το παράθυρον επέστρεψεν εις την κλίνην. Την δε επιούσαν εγερθείσα κατά την παπικήν συνήθειαν περί την δεκάτην, έπλυνε τας χείρας και έσπευσε ν' αναλάβη του κράτους της τας ηνίας. Ολίγαι ημέραι ήρκεσαν εις αυτήν να μάθη την τέχνην του παπεύειν. Μόλις προ μιας εβδομάδος εκάθητο επί του αποστολικού θρόνου και πας τις ηδύνατο ν' αναγνώση καθαρώς γεγραμμένον επί του μετώπου της το « ο υ κ έ σ ο ν τ α ι σ ο ι π λ η ν ε μ ο ύ έ τ ε ρ ο ι Θ ε ο ί». Ουδείς προ αυτής Ποντίφηξ έτεινε μετά πλείονος χριστιανικής ταπεινότητος τους πόδας του προς ασπασμόν αλλ' η Ιωάννα ήτο και ως γυνή προ πολλού εις τούτο συνειθισμένη. Αξιοθαύμαστος δε υπήρχε και η επιτηδειότης, μεθ' ης ήξευρε να συνδυάζη την κοσμικήν εξουσίαν μετά της πνευματικής, εν ονόματι του Ιησού φορολογούσα διά του εισπράκτορος και σφάζουσα διά του δημίου, και πλην τούτων δημεύουσα, φυλακίζουσα και όσα άλλα ανάγονται εις την τέχνην του κυβερνάν ενεργούσα. Και μη νομίσης, αναγνώστα, ότι προς κατηγορίαν της αναφέρω ταύτα, αλλ' απλώς ως λυπηράς της θέσεως της ανάγκας, εις τας οποίας άλλως υπετάσσετο η Ιωάννα μετά χριστιανικής υπομονής. Αι γυναίκες, τα ενσαρκωμένα ταύτα κράματα αγάπης, αφοσιώσεως, ευσπλαγχνίας και όλων των άλλων τρυφερών αρετών, οσάκις η χρεία το καλέση, βυθίζονται εις το αίμα ως εις ευώδες λουτρόν. Αι Εστιάδες, ήτοι αι καλογραίαι της αρχαίας Ρώμης έκλινον πολλάκις τον αντίχειρα, ίνα σφαγή ο νικηθείς μονομάχος• η Αγία Ειρήνη εθανάτωσε χιλιάδας ανθρώπων και ετύφλωσε και τον υιόν της, αι δε σεμναί βασιλίδες Ελισάβετ της Αγγλίας και Αικατερίνη της Ρωσσίας μετεχειρίζοντο τον πέλεκυν και το κ ν ο ύ τ ο ν μετά της αυτής ελαφρότητος, μεθ' ης και το ριπίδιόν των. Αλλ' οι πάπαι θείω δικαιώματι ή μάλλον θεία διαταγή πράττουσι ταύτα. Ο άγιος Πέτρος πεινασμένος ων ημέραν τινά έπεσεν εις έκστασιν και είδεν οθόνην, επί της οποίας υπήρχον πάντα τα τετράποδα, ερπετά και δίποδα ζώα, συγχρόνως δε ήκουσε φωνήν λέγουσαν προς αυτόν: «Α ν α σ τ ά ς,

Αλλ' όντας πεινασμένος και μάλιστα κοπιασμένος από τον δαρμόν της θαλάσσης, ζητούσα χόρτα κατάλληλα προς τροφήν και εύρον αρκετά, ομοίως και διάφορα οπωρικά, από τα οποία ήτο πλούσιον εκείνο το νησί· εκεί εύρον και νερόν αναβρυστικόν πολλά νόστιμον, ώστε κατεπράυνα ολίγον την πείναν και το δροσερόν εκείνο νερόν εύφρανε την καρδίαν μου.

Μα το σταυρό· θα κατεβώ καμμιά ώρα κ' εκεί θα μείνω από το κακό μου! — Σώπα, καϋμένε· του είπεν ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είνε το σφουγγάρι· θέλει τύχη. — Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνουκάτου και δεν βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος μου τ' αρπάζει. — Τ' αρπάζει άλλος!

Μα κι' οι Αθηναίοι αυτοί θα το νοιώσουν τι μαθαίνουν από σένα, οι κουτοί! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Εξεράθης πεινασμένος! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Και συ είσ' ευτυχισμένος. ήσουν στην αρχή φτωχός, λέγοντας πως είσαι όμοιος του Τηλέφου απ' τη Μυσία, κ' έτρωγες απ' το ταγάρι, Πανδελέτου πονηρία. Πώπω! για την εξυπνάδα και τη γνώσι μου λες τώρα! Δεν θα τον διδάξης τούτον εσύ, γεροκουτομόγια.

Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος.

Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες τον νουν εις τα ζώα των. Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.