United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία. Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γείνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν.

Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή.

Βοήθει, Αγία Αναστασία. Καθώς είχα περιεργασθή τον ναΐσκον, είχεν εξημερώσει ήδη. Αι ώραι είχον παρέλθει χωρίς να τας αισθανθώ, κ' εγώ εν τη νάρκη και τη ρέμβη της νυκτός, χωρίς να αισθάνωμαι το ψύχος, είχον διέλθει όλην σχεδόν την νύκτα του Μαρτίου εκείνην εις το ύπαιθρον.

Ο οίνος έρρεε και ο λόγος έρρεε· αλλά η βραδιά ήτο πολύ σύντομος, εφάνη εις τον Ρούντυ· και μόλα ταύτα είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, όταν αυτός μετά την πρώτην του εις τον Μύλον επίσκεψιν ήλθεν εις το σπίτι του. Τα φώτα έλαμπαν ακόμη ολίγον διάστημα διά των παράθυρα του Μύλου μέσα εις το πράσινον των δένδρων φύλλωμα.

Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήτον χθες, ο γέρο- Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις το ύπαιθρον.

Εντός της οικίας ταύτης απέθανεν η γραία εν ειρήνη. Έτος είχεν ήδη παρέλθει έκτοτε, αλλά το δωμάτιόν της έμενεν εισέτι ανέπαφον. Είχεν ανάγκην αυτού ο καθηγητής προς ανετωτέραν κατάταξιν της αυξανούσης βιβλιοθήκης του, αλλά το εσέβετο και το ηγάπα και το ήθελεν ούτω κενόν, ως ενδιαίτημα της μνήμης... της σκιάς της μητρός του.

Όλα ταύτα εξετελέσθησαν· δύο δε έτη είχον παρέλθει αφότου ο ποιμήν εξεπλήρου το έργον του, όταν, καθ' ην στιγμήν ήνοιγε την θύραν και εισήρχετο εις την καλύβην, τα δύο παιδία προσεκολλήθησαν εις αυτόν τείνοντα τας χείρας και φωνάζοντα β ε κ ό ς.

Μίαν ημέραν, όταν θα έχη παρέλθει ο προσδιορισμένος χρόνος, θα επανεύρωμεν πάσας τας προσφιλείς υπάρξεις, αίτινες απωλέσθησαν, και εκείνας, αι οποίαι χάριν του θείου δόγματος μέλλουν να απολεσθούν ακόμη. Ούτω εν τη γαλήνη των καρδιών μας διέρχονται αι ημέραι μας και οι μήνες. » Οι υπηρέται μας και οι δούλοι μας πιστεύουν όλοι εις τον Χριστόν και όπως εκείνος μας διέταξεν, αγαπώμεν αλλήλους.

Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.

Ένα δεμάτι ξύλα να φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός! Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της. Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο και κατεκαίετο η καρδία της.