United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ έλεγε ταύτα εζήτει το ξίφος• διότι ήτο άοπλος, επειδή είχε πεποίθησιν εις την εξ αιτίας του υιού του ασφάλειαν. Αλλ' ουδέ τούτο του έλειψε, διότι και τούτο ήδη του είχα προπαρασκευάσει και διά την τραγικήν του απόφασιν το είχα εγκαταλείψει.

Τον Πατέρα εκείνον αυτοί δεν τον εγνώριζον· το φως Του το είχον εγκαταλείψει χάριν του σκότους· τον λόγον Του χάριν της ιδίας των νοθείας και αμαθείας· και απέριπτον Εκείνον τον οποίον απέστειλεν. Αλλ' υπήρχε και τρίτη μαρτυρία. Εάν δεν εγνώριζον τίποτε περί του Πατρός, τουλάχιστον εγνώριζον, ή ενόμιζον ότι γνωρίζουν τας Γραφάς.

Του φαινόταν πως καταλάβαινε τελικά γιατί ο Θεός τον έσπρωξε να εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του και να φύγει περιπλανώμενος: ήταν για να δοθεί χρόνος στο Τζατσίντο να σκαλίσει βαθειά μες στη συνείδησή του και στη Νοέμι για να γιατρευτεί από το πάθος της. «Εάν έδινα αμέσως τη απάντηση στον ντον Πρέντου, όλα θα είχαν τελειώσει», σκεφτόταν με αίσθημα ανακούφισης και ονειρευόταν ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος.

Και θα ήθελα, κύριε, να είχατε όλες αυτές τις αρρώστειες που σας είπα, να σας είχαν εγκαταλείψει όλοι οι γιατροί, να ήσθε απελπισμένος, να πνέατε τα λοίσθια, για να σας δείξω τα έξοχα αποτελέσματα των γιατρικών μου και τον πόθο που έχω να σας υπηρετήσω. ΑΡΓΓΑΝ Σας είμαι υπόχρεως, κύριε, για την καλωσύνη που αισθάνεστε για μένα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δώστε μου το σφυγμό σας. Πω! πω! πώς κτυπάει!

Με έκλεισε σε ένα μεγάλο κλουβί και διέταξε τον δήμιο να με μεταφέρει σε ένα έρημο μέρος, να κόψει το κεφάλι μου και να εγκαταλείψει το σώμα μου στα αρπακτικά πουλιά. Έτσι το κλουβί με μένα μέσα τοποθετήθηκε σε ένα άλογο, και ο δήμιος με την συνοδεία ενός ακόμα άνδρα πήγαν στην εξοχή, μέχρι που βρήκαν ένα μέρος κατάλληλο για τον σκοπό.

Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.

Ένα δεμάτι ξύλα να φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός! Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της. Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο και κατεκαίετο η καρδία της.

Αυτή η συμπεριφορά του συντρόφου του έθλιβε τον Έφις. Μερικές φορές ένοιωθε τέτοια αηδία που σχεδίαζε να τον εγκαταλείψει, αλλά όταν το ξανασκεφτόταν του φαινόταν ότι η πορεία του προς την εξιλέωση θα ήταν έτσι πληρέστερη και έλεγε στον εαυτό του: «Είναι σαν να οδηγώ έναν άρρωστο, ένα λεπρό. Ο Θεός θα δώσει έτσι μεγαλύτερη προσοχή στην αγαθοεργία μου».

Και οι κακόμοιρες οι κυράδες του που υπέφεραν εκεί κάτω μόνες, εγκαταλειμμένες; Για πρώτη φορά σκέφτηκε να επιστρέψει, να τελειώσει τις μέρες του στα πόδια τους, σαν ένα πιστό σκυλί. Να επιστρέψει, να καταδικάσει έτσι την ψυχή του, αλλά να μην τις κάνει να υποφέρουν: αυτή ήταν η πραγματική εξιλέωση. Δεν μπορούσε όμως να εγκαταλείψει και το σύντροφό του.

Ο τρόμος του τέλους τον έπνιγε, φοβόταν μήπως η ψυχή του εγκαταλείψει ξαφνικά το σώμα, όπως είχε κι εκείνος εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του, και εξορισμένη από τον κόσμο των μακάρων αρχίσει να περιπλανιέται, ανήσυχη και κολασμένη, με τα φαντάσματα της κοιλάδας. Ωστόσο απάντησε όχι, όχι.