United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΒΕΘ Πού είναι; 'χάθηκαν; — Αυτή η κολασμένη ώρα με μαύρα γράμματ' ας γραφήτου Χρόνου το βιβλίοναιώνιον ανάθεμα! — Συ εκεί έξω, έλα! ΛΕΝΩΞ Αυθέντα τι επιθυμείς; ΜΑΚΒΕΘ Ταις Μάγισσαις, ταις είδες; ΛΕΝΩΞ Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε. ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πέρασαν εμπρός σου; ΛΕΝΩΞ Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!

Σε τρεις ώρες μέσα ρουθούνι δεν έμεινε από τους ταλαίπωρους εκείνους, κι όχι άντρες μονάχα, παρά και γέροι και γυναικόπαιδα. Μήτε το πρόσωπό του να δη του Θεοδοσίου ο μεγάλος ο Αμπρόσιος σαν την άκουσε αυτή τη σφαγή. Τούγραψε γράμμα και του παράστησε την τρομερή αμαρτία που έπραξε, παρακινώντας τονέ να ξεπλύνη την κολασμένη ψυχή του με δέηση, με νηστεία και μ' αγρύπνια.

Ο τρόμος του τέλους τον έπνιγε, φοβόταν μήπως η ψυχή του εγκαταλείψει ξαφνικά το σώμα, όπως είχε κι εκείνος εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του, και εξορισμένη από τον κόσμο των μακάρων αρχίσει να περιπλανιέται, ανήσυχη και κολασμένη, με τα φαντάσματα της κοιλάδας. Ωστόσο απάντησε όχι, όχι.

Του φαινόταν πως ήταν νεκρός και πήγαινε, πήγαινε σαν μια κολασμένη ψυχή που πρέπει να φτάσει στην αιώνια μοίρα της. Στιγμές στιγμές όμως μια αίσθηση ανταρσίας τον ανάγκαζε να σταματά, να κάθεται στην άκρη του δρόμου και να κοιτάει μακριά.

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.