United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί να στρέψη τα νώτα η λύκαινα και να φύγη, εξ εναντίας, άμα είδε τον νέον εγειρόμενον, χύνεται επάνω του, και πριν καν προφθάση ο Χρήστος να ρίψη την πέτραν, οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του. Η πέτρα έπεσεν από τα δάκτυλά του· αλλ' έμειναν και αι δύο του χείρες ελεύθεραι.

Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες τον νουν εις τα ζώα των. Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.

Εκείνη τον πατέρα της θα τον παρηγορήση, και όταν μάθη όλ' αυτά, ω βέβαια, θα έλθη, θα έλθη με τα 'νύχια της να σου καταξεσχίση το πρόσωπόν σου, λύκαινα! ’Σ τα χέρια μου και πάλιν την εξουσίαν θα ιδής εκείνην, που νομίζεις ότι εγώ την άφησα διά παντός! ΓΟΝΕΡ. Τον είδες; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Δεν ημπορώ αληθινά διόλου, Γονερίλη, όσον και αν σε αγαπώ, να δικαιολογήσω...

Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν πλαγιασμένος μαζή μου, επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης.

Στρέφει προς το νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της. Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον ζώον!

Προσέθετε την επωδόν την επώδυνον και η γραία μήτηρ, μία γραία ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα: Και το εύμορφο εκείνο σπιτάκι επάνω εις τον Βράχον, που ήτο ως κλουβί ευτυχίας, ως νεοσσιά χαράς, ολίγον κατ' ολίγον μετεβλήθη εις ειρκτήν δυστυχίας, εις δεσμωτήριον δακρύων, όπου κατεδικάσθη εις άλυτα δεσμά η κοντούλα η Ξενιώ η νειόνυμφη. — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία!

Πώς να πυροβολήση το ζώον χωρίς να βλάψη τον άνθρωπον; Ο Χρήστος, νέας λαβών δυνάμεις ως εκ της επελθούσης επικουρίας, σφίγγει την κεφαλήν της λυκαίνης, την κρατεί όσον ηδύνατο μακράν του στήθους του και φωνάζει: Φωτιά! Ο γέρων, χωρίς να χάση καιρόν, στηρίζει την κάνναν εις το αυτίον του ζώου και πυροβολεί. Η λύκαινα έμεινεν εις τον τόπον. Ο Παππά-Σεραφείμ εσιώπησεν επ' ολίγον.

Πάει! εφώναξε μισολιπόθυμος η γραία μήτηρ, ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα. — Μη διακόπτετε το Μυστήριον! εκραύγασε και ο Παπά-Νικόλας με την γνωστήν του αυστηρότητα, και προέβη εις το τέλος. Εδαιμονίσθη η γραία μήτηρ. Ποίος ήνοιξε το παράθυρον; — Μια γυναίκα! — Ποια γυναίκα! Αόρατος, σατανική φαντασία. Η γραία εμετρούσε τους καλεσμένους. — Ποιος εμβήκεν! Διετάρασσεν η μήτηρ όλον το Μυστήριον.

Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος. Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν. — Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα!