United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελειώνοντας έως εδώ την διήγησιν του ταξειδιού του ο Σεβάχ θαλασσινός, ομιλώντας πάντοτε προς τους καλεσμένους εις το συμπόσιον, επρόσταξεν έπειτα και εκρότησαν εναρμόνιον λάλημα με τα πλέον μελωδικά μουσικά όργανα, και μετά ταύτα ετελείωσε το συμπόσιον.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

Η Σεραφεία απάντησε στον πραγματευτή ότι πρώτα πρέπει να συμβουλευτεί τις αδελφές της· αφού το συζήτησε, γύρισε και του απάντησε ότι αυτός και οι δυο φίλοι του είναι καλοδεχούμενοι. Αυτοί μπήκαν μέσα και υποκλίθηκαν ευγενικά στις κυράδες και στους καλεσμένους τους.

Ομιλώντας προς τους καλεσμένους φίλους ο Σεβάχ Θαλασσινός, λέγει· είχα αποφασίσει οριστικώς να καθήσω ήσυχος εις την Βαβυλώνα, καθώς σας διηγήθην χθες, χωρίς να επιχειρήσω άλλα ταξείδια, όμως αφού επέρασεν ολίγος καιρός, όντας νέος και επειδή εσυνήθισα να βλέπω νέους κόσμους, να μανθάνω νέα ήθη, δεν εδυνήθην πλέον να υποφέρω τοιαύτην ζωήν οκνηράν και άπρακτον και μου εφαίνετο ότι ευρισκόμουν εις φυλακήν.

Όταν αρκετά συνευφράνθησαν, λέγει ο Σεβάχ Θαλασσινός προς τους καλεσμένους φίλους· σας παρακαλώ να δώσητε ολίγην ακρόασιν διά να σας διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβησαν εις το δεύτερον ταξείδι και θέλετε ακούσει συμβάντα τα πλέον παράδοξα, και φοβερά. Και άρχισε κατά τον ακόλουθον τρόπον. &Διήγησις του β'. ταξειδιού του Σεβάχ θαλασσινού.&

Ο Αμβλέτος επανέρχεται μόνος εις την Δανιμαρκίαν την στιγμήν οπού εγίνετο η κηδεία του, λαμβάνει μέρος εις το συμπόσιον, το οποίον από νεκρικόν μεταβάλλεται εις πανηγυρικόν διά την επιστροφήν του· κατόπιν ο Αμβλέτος, αφού εμέθησε τους καλεσμένους, βάζει φωτιά εις την αίθουσαν και τους καίει όλους, μεταβαίνει εις το δωμάτιον του θείου του και τον φονεύει· κατόπιν εκθέτει τα πάντα εις τον λαόν και αναγορεύεται ηγεμών του τόπου.

Κι’ ο Κωσταντής, λαβαίνοντας το μήνυμα της Κόρης, Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο , Εκάλεσε τους φίλους του και τη γενιά του όλη, Κι’ έστησε γάμο και χαρά και μέγα πανηγύρι, Και κίνησε χαρούμενος, γαμπρός καμαρωμένος, Με φλάμπουρο και με βιολιά και χίλιους καλεσμένους. Και πάη να πάρη ταίρι του τη λυγερή Χρυσάιδω.

Πάει! εφώναξε μισολιπόθυμος η γραία μήτηρ, ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα. — Μη διακόπτετε το Μυστήριον! εκραύγασε και ο Παπά-Νικόλας με την γνωστήν του αυστηρότητα, και προέβη εις το τέλος. Εδαιμονίσθη η γραία μήτηρ. Ποίος ήνοιξε το παράθυρον; — Μια γυναίκα! — Ποια γυναίκα! Αόρατος, σατανική φαντασία. Η γραία εμετρούσε τους καλεσμένους. — Ποιος εμβήκεν! Διετάρασσεν η μήτηρ όλον το Μυστήριον.

Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρααρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών.

Έχει δουλειές, παιδί μου . . . Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών και τα κεράσματα . . . 'Πηρετεί όλους τους καλεσμένους . . . Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.