United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

ΠΕΤ. Διά να είμαι ειλικρινής, πρέπει να σου ομολογήσω ότι ήμουν μάλλον σοφιστής παρά φιλόσοφος• δεν ήμουν όμως απαίδευτος, αλλά εγνώριζα από όλα, εταξείδευσα δε και εις την Αίγυπτον διά να γνωρίσω τους σοφούς και τους προφήτας της χώρας εκείνης κι' εκατέβηκα εις τα άδυτα των ναών, όπου ανέγνωσα και εσπούδασα τας βίβλους του Ώρου και της Ίσιδος• έπειτα επήγα εις την Ιταλίαν, όπου τόσην εντύπωσιν έκαμα εις τους εκεί Έλληνας, ώστε μ' εθεώρησαν ως θεόν.

Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα.

Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρααρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών.

Τότ' είπε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας· «Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμετην άκρη των αγώνων όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει, πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250 τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία, 'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσωτην πατρίδα. αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255

Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες.

Εκατέβηκα εις τον λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός.

Τότε εκατέβηκα δρομαίος, και δραμών εις την πολιτείαν, ανήγγειλα εις τον αυθέντην μου το κυνήγιον· εκείνος εις ανταμοιβήν με εφιλοδώρησε με ένα καλόν και πλουσιοπάροχον πρόγευμα και γεύμα παρόμοιον.

Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου.