United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.

Διόρθωση δε γυρέβω· σας παρακαλώ όμως πολύ να κάμετε προσοχή να μην έχη λάθη τυπογραφικά. Τα καλλιγράφησα όσο μπόρεσα. Ο πρόθυμός σας. Απάντηση στο Άστυ . Αξιότιμε κύριε Άννινε, Έτυχε σήμερα το πρωί να πάω στου ξαδέρφου μου του Βικέλα. Ο Βικέλας έλειπε. Είταν όμως σπίτι του ένας νέος, ξάδερφός μου φαίνεται κι αφτός, ανίψι του Βικέλα. Κάθησα μια στιγμή να πούμε τίποτις.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Ύστερα πάλι ακούστηκε πως σε κάποια πολιτεία εσμίξανε, σε μια ταβέρνα, ο Ζώης, ο Μόρφος κ' ένας αξάδερφος τση Δεκοχτούρας, πως ελοοφέρανε για την προσβολή που ήκαμεν ο Ζώης στη Δεκοχτούοα και πώς οι δυο μαζή, ο ξάδερφος και ο Μόρφος, εμαχαιρώσανε το Ζώη άσκημα. Ο Μόρφος δεν είπενε ποτές του τίβοτα· το βέβαιο είνε πως ο Ζώης δεν εφάνηκε πλιο.

Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω, σέναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κείδα να περνά σταντικρυνό πλάι και σε μικρή απόστασι ένας τράγος. Αγρίμι, Γιώργη! μούπε σιγανά ο ξάδερφος, Θωρείς το; Σαν νάκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κείδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω.

Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφος μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της, και τον επαρακάλεσε να της χαλάση το έγγραφο το «οικονομικό». Ο ξάδερφος όμως δεν φαίνεται να είχε πολλά υγρά μέσα του· αρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κ' είπε πως το σπίτι ήτον δικό του...

Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε: — Βροχή θα μας πάρη. — Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης. — Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'! Φώναξε ο Γκιτρίμης 'στές δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά.