United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ’ εν Ρώμη τοσαύτην έχουσιν οι πιστοί προς την Παναγίαν οικειότητα, ώστε ου μόνον πλούτη, ίππους, θέσεις και τιμάς ζητούσι παρ’ αυτής, αλλά και τον θάνατον εχθρού, πλουσίου συγγενούς, αντεραστού, ή άλλου τοιούτου οχληρού πλάσματος, και άλλα ακόμη πράγματα, τα οποία και παρά προαγωγού ζητών τις ήθελεν ερυθριάσει.

Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν. — Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.

Αφού εξήτασε μετά προσοχής η Αϊμά έκαστον των αγαλμάτων τούτων, δεν είχε πλέον ουδέ σκιάν φόβου εν τη διανοία, αλλά τουναντίον ησθάνετο τόσον θάρρος και οικειότητα, ώστε παρ' ολίγον θ' απέτεινε τον λόγον προς τα σιωπηλά ταύτα αγάλματα. Αλλ' είπε καθ' εαυτήν: «Κρίμα, όπου δεν μιλούνΕν τούτοις και σιωπώντα, ήσαν σύντροφοι της μοναξίας της, και δεν έπαυε να τα θαυμάζη.

Γνωρίζεται με πολλούς, πολιτευομένους, μέ τινας των οποίων έχει πολλήν οικειότητα και προς τους οποίουςτους ομόφρονας εννοείταιαποδίδει εκ διαλειμμάτων μικράς τινας υπηρεσίας αφιλοκερδώς και μόνον δια να έχη να τα διηγήται κατόπιν.

Τραβήχτηκε στην άκρη για να την αφήσει να περάσει και σήκωσε το πρόσωπο που το σκίαζε ο σκούφος. «Κυρά μου, δεν θα ξαναβγείτε;» «Πού να πάω τέτοια ώρα; Δεν με κάλεσε κανείς για τραπέζι!» « Θα ’θελα να σας πω κάτι. Είστε ευχαριστημένη;» «Για ποιο πράγμα, ψυχή μουΤον συμπεριφερόταν σαν μάνα, χωρίς όμως οικειότητα.

Εις τους συνεταίρους όμως και τους αδελφούς πρέπει να αποδίδωμεν θάρρος και συμμετοχήν εις όλα. Ακόμη δε και εις τους συγγενείς και τους ενορίτας και συμπολίτας και όλους τους άλλους πρέπει πάντοτε να προσπαθούμεν να αποδίδωμεν το ανάλογον, και να ζυγίζωμεν όσα παρέχομεν εις τον καθένα με την οικειότητά του προς ημάς και την αρετήν του, ή την χρησιμότητά του.

Έπειτα το κόσμιον και χρηστόν του ήθους απήλαυνε πάσαν κακήν υπόνοιαν. Μετά τινας ημέρας ο ξένος απέκτησε πολλήν οικειότητα εν τω χαλκείω. Αι προς τον Πρωτόγυφτον συνδιαλέξεις του καθίσταντο διεξοδικαί και δεν εγίνοντο παρουσία άλλων. Περί την δύσιν του ηλίου έβλεπε τις τους δύο τούτους ανθρώπους καθημένους υπό βράχον τινά υψηλόν, αρκετά μακράν της καλύβης, και συνδιαλεγομένους εμπιστευτικώς.

Το καλλίτερον ήτο να δώσουν έν λόγον και έπειτα ηδύναντο να περιμένουν ένα και δυο χρόνους. Εν τω μεταξύ δε ο μεν Μανώλης ναποκτήση πείραν του κόσμου και να κτίση σπίτι, η δε Πηγή να ετοιμάση την προίκα της. Και ούτω θα ήσαν αρραβωνισμένοι, χωρίς να έχουν την επικίνδυνον οικειότητα των μνηστευμένων.

Ο Σαϊτονικολής έβλεπε κατ' αρχάς μ' ευαρέσκειαν το ξεθάρρεμα του υιού του και η καρδιά του εγίνετο περιβόλι, ως έλεγεν, όταν κατά τας εορτάς τον έβλεπε να συνδιαλέγεται με οικειότητα ή να διαπληκτίζεται παίζων με άλλους νέους εις τα δώματα.

Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος. Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν. — Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα!