United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι σφήνα ; Μαχαιριά ήταν μέσα στο κορμί του. Έκατσε στο σοφά ο Χαγάνος, έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κ' έπεσε σε φοβερούς στοχασμούς. Τέτοιο πράμα δεν το πάθανε ποτέ οι δικοί του· ούτε κι ο ίδιος το περίμενε. Δεν ήταν τόλμη· ήταν ξαδιαντροπιά. Αποδώ λοιπόν ερχόταν ο κίντυνος κι όχι από τους αρχαιολόγους! — Σύρε να μου φέρης το Θεομίσητο· επρόσταξε άγρια το δούλο του.

Και τότε μπορεί να μην πιστέψης εκείνο που βλέπω. Με κοίταζε όλην την ώρα φοβισμένη, σα να νόμιζε πως θα της αντιλογήσω. Μα δεν το κάνω ποτέ. Δεν το γνωρίζω κιόλας ο ίδιος τι πιστεύω. Έχω πάθει τόσο φοβερούς κλονισμούς, που δεν τολμώ να πω τι είναι πραγματικότητα και τι φαινόμενο στην πείρα των άλλων.

Και επί τινα μεν χρόνον εμάχοντο ακροβολιστικά τοιουτοτρόπως· αλλά μετ' ολίγον οι Λακεδαιμόνιοι δεν ηδύναντο πλέον να τρέχουν αρκετά ταχέως προς τα απειλούμενα μέρη, οι δε ψιλοί ενόησαν ότι οι προς υπεράσπισιν αγώνες των καθίσταντο ολονέν πλέον δύσκολοι, και έλαβον πλειότερον θάρρος βλέποντες εαυτούς περισσοτέρους και συνηθίσαντες πλέον να μη τους νομίζουν επίσης φοβερούς όσον πρότερον, διότι δεν έπαθαν ευθύς όσα επερίμεναν, ότε κατά πρώτον απέβησαν εις την νήσον κατεχόμενοι υπό τρόμου ότι έμελλον να πολεμήσουν Λακεδαιμονίους.

Μα είχαν οι Μικρασιανοί κι άλλους φοβερούς εχτρούς τους Ισαύρους , που ροβολώντας κάθε λίγο από ταπόψηλά τους βουνά, κι ως τακρογιάλια ζυγώνοντας, και μέσα σε ουδέτερους λόγγους παραφυλάγοντας πρόβγαιναν άμα βράδιαζε, και με του φεγγαριού τις αχτίδες χυμίζανε σταραγμένα πλεούμενα, σκοτώνανε ναύτες και καραβοκυρέους, κι άρπαζαν ό,τι τύχαινε.

Βλέπεις ποίους ανθρώπους σου αναφέρω, πανσόφους και έχοντας όλας τας αρετάς, ό,τι κορυφαίον έχουν αι διάφοροι φιλοσοφικαί αιρέσεις, όλους σοβαρούς και σχεδόν φοβερούς διά την αυστηρότητα της μορφής.

Εφοβείτο να έλθη εις επαφήν με τοιούτους φοβερούς την όψιν ανθρώπους. Και πλουσίαν αμοιβήν αν του έταζον, δεν θα τους εδέχετο ποτέ εις την λέμβον. Ηκούσθη μία τουφεκιά. Η βολή συρίξασα εκτύπησεν εις το πηδάλιον της λέμβου. Δευτέρα τουφεκιά βροντώδης αντήχησεν. Το βόλι ηυλάκωσε το κύμα, και βυθισθέν εχάθη εις τον μέλανα πόντον. Ο μπάρμπ’-Αλέξης, εξακολουθών να ελαύνη, ήτο εκτός βολής ήδη.

Στρέφει προς το νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της. Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον ζώον!

Ανιστορώντας όμως τους φοβερούς βαρβάρους που παραμόνευαν απέξω και τον κίντυνο που φοβέριζε το κράτος, λέμε πως τύχη του να κυβερνιέται από ανθρώπους, που κι α δεν είτανε μεγάλοι, στάθηκαν όμως κάτι πιο άξιοι και πιο γνωστικοί από τους δυτικούς, που μια κι άρπαξαν την μπόρα δε βάσταξαν, παρ' αφανίστηκαν από τα ίδια τα στοιχεία που η νέα Ρώμη πολέμησε και ξέκαμε.

Πλείστους εκ τούτων έπνιξαν και τους λοιπούς έτρεψαν εις επαίσχυντον φυγήν, μετ' ολίγον δε απέβη αναμφισβήτητον, ότι από κυνηγουμένων μετεβλήθησαν εις φοβερούς γατοδιώκτας οι ποντικοί.

Κλείσε την θύραν σου καλά, αυθέντα μου, διότι έχει μαζί του φοβερούς κ' άγριους ακολούθους και, — ευκολοαπάτητος εκείνος καθώς είναι. — να τους αφήση είν άξιοι να κάμουν ό,τι θέλουν, ώστε δεν είναι γνωστικόν κανείς να μη φοβήται. ΚΟΡΝ. Κλείσε, αυθέντα μου. Σωστά σου είπεν η Ρεγάνη. Τι τρικυμία φοβερά! Εις τα σκεπά ελάτε! Εξοχή άδενδρος. Τρικυμία, αστραπαί και βρονταί.