United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «ΝαιΕμείς γελάσαμε.

Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εις μίαν γειτονοπούλαν, προς την οποίαν εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζη διατί. Με την δωρεάν ταύτην ως προίκα υπανδρεύθη η πτωχή γειτονοπούλα. Η Σειραϊνώ είχε ξεχειμωνιάσει δυο χρονιές εις το μισοχαλασμένον σπίτι της Σκωριανίνας, της μακαρίτισσας. Το σπίτι είχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα.

Αλλοίμονο! δυο ολόκληρες χρονιές, κανένα νέο δεν τούρθε από την Κορνουάλλη, ούτε καλό ούτε κακό. Τότε πίστεψε ότι η Ιζόλδη δεν τον αγαπούσε πεια και τον λησμονούσε. Λοιπόν συνέβηκε μια μέρα, καθώς εκάλπαζε με μόνο τον Γκορνεβάλη, να μπη στη χώρα της Βρεττάνης. Πέρασαν μια πεδιάδα λεηλατημένη.

Ήρθε πριν ο Δημητράκης και μου 'καμε το κεφάλι μου κουδούνι. Είπεείπε, κόντεψε να τον κάμη ήρωα το χοιροβοσκό· δε θέλω ν' ακούσω άλλο. — Καλά· δε θα σου μιλήσω γι' αυτόν είπε υπομονητικά η γριά. Ήρθαν οι κολλήγοι μας και θέλουν να μιλήσετε για τα χωράφια. Άλλες χρονιές σαν τώρα τάχε μοιρασμένα ο γέρος και δούλευαν μέσα. Ο Κουτρουμπής λέει πως πέσανε βροχές και θάχουμε καλά γεννήματα εφέτο.

Αλλ' επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον έτρωγαν!». Είτα αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν.

Συχνά όμως μέσα εις τους πόνους του ανεστέναζεν. — Αχ! έλεγε, δύο χρονιές κατά σειράν έσπειρα το χωράφι μου σιτάρι, και το ψωμί δεν μου έλειψεν· εφέτος έπρεπε ν' αλλάξω την σπορά για να μη αδυνατίσει παραπάνω η γη, και την έσπειρα με σπόρο βαμβακιάς. Θα εκέρδιζα και μ' αυτό όσο για να ζήσω, αλλά δεν θ' αξιωθώ ούτε να μαζεύσω το βαμβάκι, ούτε να το καθαρίσω ....

Σχεδόν δεν πήγαινε πλέον στην εκκλησία, σερνόταν μέσα στο σπίτι, καθόταν κάθε τόσο με τα χέρια άψυχα επάνω στους μηρούς και παραπονιόταν ότι της πονούσαν τα πόδια. Η φτώχεια στο σπίτι δεν ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες χρονιές, αφού ο Έφις φρόντιζε για τα πλέον απαραίτητα, αλλά η ατμόσφαιρα εκεί έμοιαζε να είναι φορτωμένη με θλίψη. Τη σαρακοστή οι δυο αδελφές πήγαν να ξομολογηθούν.