United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ημέραν, την οποίαν ο συμβολαιογράφος προσδιώρισεν, αι τρεις εγγοναί ευρέθησαν εις το συμβολαιογραφείον· ήτο εκεί και ο εργαλειός και μία γειτόνισσα φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθε και αυτή, πρόθυμος να βοηθήση τα κορίτσια εις ό,τι ήθελον χρειασθή.

Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας είτανε να με κάμη «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν είταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα πούβλεπες πέρσυ σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν είτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.

Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμοςαυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Πάντα με το καλό θέλει κυβέρνημα. Ύστερ' από το θάνατο της μακαρίτισσας της μητέρας του, έχει απάνου της ένα αιώνιο φόβο, ένα παντοτεινό τρόμο, κάποια νευρικότητα στα κινήματά της, στα φερσίματά της, ακόμα και στη σκέψη της. Λοιπόν τ' άγρια μαλώματά σου, περισσότερο κακό μπορεί να της κάμουν παρά καλό. Αχ, η καημένη η κόρη μου, η αξέχαστη μου η κόρη, αυτό μου έλεγε πάντα όταν ζούσε.

Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.

Όχι βέβαια εμένα. Ίσως της μακαρίτισσας της μάννας της . . . ΜΙΣΤΡΑΣΠες καλύτερα της μάννας της μάννας της και τράβα κορδέλα ως τη συχωρεμένη την Εύα, ως την πρώτη μάννα, πάει να πη, όλων των γυναικώνε. ΒΕΡΑΕίναι στις κακίες του ο κ. Φλέρης σήμερα. Αφίστε τον. ΦΛΕΡΗΣΈστω ... ΜΙΣΤΡΑΣΜα τι κακίες, κοκώνα μου, τι κακίες! Ο Τάσσος πάει να πη, είναι ένας παράξενος άνθρωπος.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα, ο συμβολαιογράφος και η φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθαν να στήσουν τον εργαλειό εις την καλύβα της ΦρόσωςΦρόσω έλεγαν την μικροτέραν από τας τρεις εγγονάςαλλ' η καλύβα ήτο τόσο στενή, ώστε θέσιν δι' αυτόν δεν εύρισκαν. Το μεγάλο κρεβάτι εις την γωνιά έπιανε τον περισσότερο τόπο.

Ύστερα από το θάνατο της μακαρίτισσας της γυναίκας μου, είναι αλήθεια πως κάπως παραμέλησα την αδιάκοπη επιτήρησή μου. Εσύ βρήκες ευκαιρία για να με ζημιώσης και δε δείλιασες να το κάμης. Σήμερα έκαμα ένα πρόχειρο ξέτασμα στα βιβλία.

Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...

Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.