United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σχεδόν δεν πήγαινε πλέον στην εκκλησία, σερνόταν μέσα στο σπίτι, καθόταν κάθε τόσο με τα χέρια άψυχα επάνω στους μηρούς και παραπονιόταν ότι της πονούσαν τα πόδια. Η φτώχεια στο σπίτι δεν ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες χρονιές, αφού ο Έφις φρόντιζε για τα πλέον απαραίτητα, αλλά η ατμόσφαιρα εκεί έμοιαζε να είναι φορτωμένη με θλίψη. Τη σαρακοστή οι δυο αδελφές πήγαν να ξομολογηθούν.

Ήσκαφτα, απήντησεν ο Μανώλης. Δε θωρείς πως εγενήκανε τα χέρια μου απού το σκαπέτι; Έδειξε δε τα χέρια του, τα όποια είχον φλύκταινας εκ της πιέσεως της σκαπάνης. — Και πονώ, μα πονώ! Η Πηγή τον επαρηγόρησεν. Ήτον ασυνήθιστος και γιαυτό πονούσαν τα χέρια του· αλλά με τον καιρόν θα έπαυαν να πονούν όσο κιάν έσκαβε· θάκαναν πέταλα.

Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ' ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ' έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω. Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα.