United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κείντά νε, μα, ο Ισδραέλης; ηρώτησεν ο Μανώλης, ο οποίος ήρχιζε να τον φαντάζεται κάπως όμοιον με τον Θωμάν. — Ο άγγελος των Τουρκώ, απού παίρνει τσι ψυχές. Για 'δέτε, για 'δέτε πως φεύγει ο ιμάμης τρεχαπετάμενος. Κιουδέ γυρίζει να 'δη οπίσω απού το φόβο του. Ο Μανώλης παρετήρει προς τον τάφον, περιμένων να ίδη τον φοβερόν Ισδραέλην κατερχόμενον.

Η προς τον Θωμάν στοργή και μητρική πρόνοια του μακαρίτου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εξέχασε να σημειώση εις την διαθήκην του και μέχρι τίνος βαθμού πρέπει να θερμαίνεται την νύκτα το κατάλυμά του, και τίνα να παρατίθενται εις αυτόν φαγητά, μη λησμονήσας ουδέ την σουμάδαν. Αξιότιμε κ. Συντάκτα,

Η ομιλία αύτη εγένετο ενώπιον του οκταετούς Θωμά, όστις αγαπών τον πάππον του, επερίμενε τεθλιμμένος να ίδη οποία θέλει είσθαι η έκβασις των σκληρών λόγων του πατρός του. Ο γέρων εστέναξε βαθέως, εδάκρυσε, και παρεκάλεσε τον εγγονόν του Θωμάν να τω φέρη εκ του παρακειμένου δωματίου έν μάλλινον κάλλυμα, διά να έχη αυτό ως στρώμα και εφάπλωμα εις την πλανητικήν και ύπαιθρον ζωήν του.

Ο Σαϊτονικολής είπεν εις τον Θωμάν ότι επεθύμει να του ομιλήση ιδιαιτέρως και επροχώρησαν, αφήσαντες ολίγα βήματα οπίσω τον Μανώλην και την Πηγήν. Όταν ούτω ο Μανώλης έμεινε μόνος με την Πηγήν, ευρέθη εις την θέσιν ανθρώπου όστις εγκαταλείπεται αβοήθητος ενώπιον απροόπτου κινδύνου.

Αλλά και η Καλιώ δεν είχε συμφέρον να γνωσθή ότι ο Μανώλης εστράφη προς την κόρην της μόνον αφού οι Θωμαδιανοί του έδειξαν και μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον ότι δεν τον ήθελαν. Ο δε Σαϊτονικολής εσκέπτετο ότι η διακοπή εκείνη ήτο επί τέλους και ένας τρόπος διά να παύσουν τα επεισόδια με τον Στρατήν και με τον Θωμάν και ούτω θα παρήρχετο ο μέχρι του γάμου καιρός ήσυχα και ατάραχα.

Εγώ να ξαναμπώ στο σπίτι τω Θωμαδιανώ και να ξαναμιλήσω του Στρατή; Αυτό δε γίνεται και να το βγάλης απού το νου σου, είπεν ορθά κοφτά. — Καλά, είπε και ο Σαϊτονικολής, ας έρθη ο καιρός που πρέπει και τα ξαναλέμε. Να μη ξεχνάς μόνο πως εγώ την Πηγή θέλω να κάμω νύφη. Εν τω μεταξύ ο Τερερές ανεθάρρησε διά να υποβάλη εκ νέου τας προτάσεις του εις τον Θωμάν.

Όταν δε κατόπιν έμαθε τα μεταξύ του Στρατή και του Μανώλη γενόμενα, ενόησε τα αίτια της εκτροχιάσεως του υιού του. Και απετάθη προς τον Θωμάν παραπονούμενος διά την διαγωγήν του Στρατή, όστις έπρεπε να μη λησμονή την απειρίαν του Μανώλη και, αντί να παίρνη φωτιά από το κάτω πάτημα, να τον οδηγή και να τον συμβουλεύη. Αλλ' ο Θωμάς δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε, εξ εναντίας επεδοκίμασε τον υιόν του.

Ο γέλως ούτος εξερράγη ως βόμβα, μετεδόθη ως πυρκαϊά, κατέλαβε τους προσελθόντας υπηρέτας και επί τέλους και αυτόν τον επιθανάτιον βαρώνον, τόσον ακράτητος και σφοδρός, ώστε ήρκεσε να προκαλέση τον επιδιωκόμενοι διά του δραστικού κλονισμόν και να σώση τον ασθενή. Ο βαρώνος έζησεν ακόμη χάρις εις τον Θωμάν πέντε έτη και επόμενον ήτο να μη τον λησμονήση εις την διαθήκην του.

Διατί λοιπόν συνέβαιναν εις αυτόν όλα αυτά τα αλλεπάλληλα αδικήματα; Διατί τον κατέτρεχαν ούτω οι άνθρωποι, ενώ αυτός δεν εμίσει και δεν επείραζε κανένα; Τι κακόν είχε κάμη εις τον Θωμάν, τι κακόν είχε κάμη ιδίως εις τον Στρατήν και τον κατεδίωκε με τόσην μανίαν; Τι κακόν είχε κάνη εις εκείνους οι οποίοι του εκόλλησαν ένα γελοίον «παρανόμι»; Δύο τραύματα είχε λάβη την ημέραν εκείνην, το μεν διά σφαιριδίων, το δε με το παρανόμι το οποίον του έρριψε κατά πρόσωπον ενώπιον της Πηγής ο Στρατής.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Πηγή. Ο δε Σαϊτονικολής, ακούσας τον θόρυβον, εστράφη και του εφώναξε:. — Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου, να μη βγάλης τα μάτια σου! Και έτρεξε διά να φθάση τον Θωμάν, του οποίου ο όνος, εκταραχθείς από τον θόρυβον, ετάχυνε το βήμα. Η άτοπος φράσις του Σαϊτονικολή επηύξησε την ταραχήν του Μανώλη.