United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτοί όλοι αντάμα στ' άλογα το καμοτσί σηκώνουν και τα βαρούν, και σκούζοντας τους φώναζαν να τρέχουν με θάρρος, κι' όλα αβάσταχτα πετούσαν μες στον κάμπο πέρα απ' τα πλοία σαν αητοί, ενώ ως στα ύψη η σκόνη 355 κάτου απ' τα πόδια ανέβαινε σα σύγνεφο ή χαμψίνι, και με το χνώτο τ' αγεριού ανέμιζαν οι χαίτες. Κι' οι άμαξες μια αγγίζανε τη γης τη θνητοθρόφα, μια σηκωτές αρμένιζαν.

Εις πολύ βάθος κοίτεται το σώμα του πατρός σου^ κοράλια είναι τα κόκκαλα, τα μάτια μαργαρίτες. Κάθε φθαρτό της φύσης του^ μέσα στο κύμα πέρνει ξένη μορφή πολύτιμη, και η κόρες της θαλάσσης απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο βαρούν για τη θανή του. Άκου τες· τώρα τες γροικώ, ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν. Αντιφ. Ντιν, ντον.

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Είπε, κι' αμέσως χύθηκε να γδύσει τον Κεβριόνη· θεριό 'ταν λες που χύνεται βουστάσι να ρημάξει, μα απ' αφοβιά του χάνεται τι το βαρούν στα στήθια· σαν έτσι, Πάτροκλε, όρμησες με λύσσα στον Κεβριόνη.

Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι, που υπάρχει στην Ήπειρο, αναφερόμενο σ’ έναν Δίγιαννο, οποίος στη ρύμη των στίχων ονομάζεται Γιάννος, και αποδείχνει, ότι Γιάννος και Διγενής είνε το ίδιο: » Στην Άρτα τ’ άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο... » Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει » Όλον τον κόσμο κάλεσαν, τη γη την οικουμένη, » Το Δίγιαννο δεν κάλεσαν, πο τη κακογνωμιά του, » Γιατί σκοτόνει τους γαμπρούς και παίρνει τες νυφάδες. » Νάτος! κι’ ο Γιάννος πώφτασε...» κτλ.

Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μαντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσματά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι.

Δοξάρια είναι τα φρύδια σου, και με πιτηδιοσύνη Βαρούν, πληγόνουν της καρδιαίς χωρίς ελεημοσύνη. Στα διο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει, Κι' οχ ταύτα της σαγίταις του στους νιους απάνω αδιάζει, Το κύττασμά σου το γλυκό είν' των καρδιών ο κλέφτης· Αν δεν πιστεύεις, ρώτησε, να σου το ειπή ο καθρέφτης, Ατίμητο το στόμα σου άντ' αρχινάει να κρένη, Με μέλι και με ζάχαρι ποτάμι ακέριο βγαίνει.

Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή έξ άλλου μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η ακολουθία της Αγρυπνίας.

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.