United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Τα άλλα δάχτυλά του, κόκκινα, συμπλέκονται με τη χρυσή αλυσίδα του ρολογιού. Κάθεται εκεί όλη την ημέρα για να κοιτάζει τους περαστικούς και να τους κοροϊδεύει. Πολλοί αλλάζουν δρόμο επειδή τον φοβούνται και το ίδιο κάνει και ο Έφις, για να φτάσει στο σπίτι της τοκογλύφου χωρίς να γίνει αντιληπτός. Μια αιμασιά από φραγκοσυκιές έζωνε σαν τοίχος βαρύς την αυλή της θεια Καλίνα.

Ένοιωθε κι εκείνη την άνοιξη και ήταν ευτυχισμένη παρ’ όλο που οι μέρες εκείνες ήταν του θείου πάθους. Κάποιος πλούσιος φεουδάρχης θα πρέπει να την είχε ζητήσει για σύζυγο, κι εκείνη χαμογελούσε στους περαστικούς από το μπαλκόνι της, και χαμογελούσε και στον Έφις που ήταν γονατισμένος κάτω από τον άμβωνα. «Κύριε, σ’ ευχαριστώ, πάρε τώρα την ψυχή μου.