United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο χαρίεις κομψευόμενος με τους λάμποντας οφθαλμούς του και τα βαθέα ωραία χαρακτηριστικά του, εις α οι φίλοι του έβλεπον μεγάλην ομοιότητα μορφής μεταξύ αυτού και του Σαίξπηρ, με την ακατάσχετον αυτού φαιδρότητα και την αγάπην, ην προς αυτόν συνεκέντρου εκ μέρους όλων όσοι τον εγνώριζον, ανδρών ή γυναικών, δεσποινίδων ή νέων.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Ο άνθρωπος είχε προδήλως ακατάσχετον επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν; Έκοψε τον ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη γυναικείαν εσθήτα decolletée, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν διά πυκνού στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι αφθόνου γ ά λ α κ τ ο ς π α ρ θ ε ν ι κ ο ύ, και ήλθεν εις τον χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη των ευσάρκων του βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων χορευτριών του θεάτρου.

Και καταληφθείς ο γέρων πλοίαρχος από ένθεον πλέον ευγλωττίαν, ήρχισε να διηγήται προς τον έκθαμβον εφημέριον το πώς έγινεν η άλωσις της Πόλεως. Ήρχισε να περιγράφη την σφαγήν και την εξιλαστήριον θυσίαν του Γένους και την μαύρην ολοκαύτωσιν, με ρητορείαν ακατάσχετον, του Χρονογράφου γλαφυράν παράστασιν.

Θα αισθάνεται δίψαν ακατάσχετον, πείναν ακόρεστον αλλά τίποτε δεν θα ευρίσκεται προς παρηγορίαν της.

Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.

Οι Άραβες ενικώντο ενίοτε, αλλά νικώμενοι ουδέποτε ετρέποντο εις φυγήν, θεωρούντες τούτο ως μέγα αμάρτημα, και εκ τούτου καθίσταντο κινδυνωδέστατοι πολέμιοι. Ο Ηράκλειος βλέπων την ακατάσχετον πρόοδον των Αράβων επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν διά να ενεργήση νέας πολεμικάς ετοιμασίας και να στείλη στόλον και στρατόν.