United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αυτός ενόμισε χρέος του να μη φωνάξη δυνατά, επειδή ήτο εν στολή. Έμεινε λοιπόν εις τον δρόμον. Εκεί ήρχισε να ψυχαλίζη· η ψυχάλα έγεινε μετ' ολίγον βροχή ραγδαία. Όταν επέρασεν η βροχή, εβγήκαν έξω τα παιδία της γειτονίας να παίξουν. Έν από αυτά είδε τον στρατιώτην και τον επήρε, και εφώναξε προς τους συντρόφους του: — Ελάτε να τον βάλωμεν να ταξειδεύση.

Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .

Εζήλεψα την ψυχάλα την ψεσινή κ' εστοχάστηκα σήμερα να βάλω χέρι, γιατί ετούτος ο πάσπαρος έχει να με χαλάση, βρε παιδί· μοναχή πέτρα το αθεόφοβο! — Επήε με αγώι στη χώρα. Και κάτι ως εδώ; — Δεν ειξέρω κ' εγώ ήντα κάνω, μπάρμπα. Είμαι ζαλισμένος κ' επήρα δρόμο. — Πώς μαθές; — Για τη δουλειά που ξέρεις. Ο 'γούμενος δε μ' αφίν' ήσυχο· ο Κοντοπάνης πάλι τα δικά του και μην αρωτάς.