United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα παράθυρα της τραπεζαρίας είναι ανοιχτά, η μυρουδιά από τις πασκαλιές χυμά μέσα με τη βραδινή αύρα, ο ήλιος γέρνει να βασιλέψη και στον τοίχο απάνω από το πιάνο τρέμουν οι αχτίδες του. Στο πιάνο είναι καθισμένη η μητέρα ντυμένη λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, γύρω στέκουν οι άλλοι και στη μέση τραγουδά ο μικρός Σβεν.

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Με το αίστημα τούτο της μεστής ζωής έγραψε ο συγγραφέας αυτός ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από καλοκαιρινό φως και με θέμα τα δυο μεγάλα αγόρια του, τα παιγνίδια και τις διασκεδάσες τους, τα άθλα και τις ατυχίες τους. Το βιβλίο είτανε μια ιλαρή χαρά και γι' αυτόν τον ίδιο κι όταν μου έρχεται στο νου εκείνη η εποχή, μόλις μπορώ και το εννοώ πως ο άνθρωπος αυτός είμουνα κάποτε γω.

«Το χιόνι έπαψε να πέφτη πλειο και μεταβάλθηκε σε γλυκή ζεστασιά, ο μανιωμένος βοριάς έπαψε να βουίζη πλειο και μεταβάλθηκε σε δροσόπνιχτο και μοσκοβολάτο καλοκαιρινό αγεράκι, και τ' άλογο μου έπαψε ν' αναιβαίνη πλειο τον ανήφορο αργά-αργά, και βρέθηκε «μπρουφ» μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού μου!