United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας, κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα· «Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένατο σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση. τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, 115 καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος, και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε. ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον, και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν, φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· 120 κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα».

Είχαμε δυο αγόρια κ' είτανε φυσικό το μικρό πλάσμα, που περιμέναμε, να τονομάζουμε «το κοριτσάκι». Το περιμέναμε και μιλούσαμε γι' αυτό· κ' ένα μεσημέρι, που γύρισα σπίτι από την εργασία μου, η Έλσα μου είπε: — Αυτό που περιμένουμε είναι ο άγγελός μου και θα με σώση. Τόσον καιρό είχα λησμονήσει πως κάποτε τρέξαμε κάποιον κίντυνο, γι' αυτό δεν ένοιωσα τα λόγια της αμέσως.

Πάλιν φόβον διά να πτωχεύση δεν είχε, καθότι είχεν αποκτήσει κτήματα εις την πατρίδα αξίας 70 χιλιάδων δραχμών, κ' είχε βαλμένα στην Τράπεζαν, εις τας Αθήνας, μετρητά περί τας πενήντα χιλάδας. — Για να βρουν τα κουτσούβελα να τρώνε, αν μου συμβή τίποτε, είχεν ειπεί εις ένα πατριώτην του εις Αθήνας. Εννοούσε τα τρία παιδιά, δύο αγόρια κ' ένα κορίτσι, που είχε.

Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.

Το χαμόμηλον ήκουε και ελυπείτο και ήθελε να βοηθήση την δυστυχισμένην κίχλαν. Αλλά τι να κάμη; Δεν εσυλλογίζετο ούτε την ζέστην του ηλίου, ούτε την ωραιότητα των άλλων ανθών, ούτε τίποτε άλλο. Ο νους της ήτο εις το σκλαβωμένον πουλάκι. Εκεί ήλθαν εις το περιβόλι δυο αγόρια. Το έν εκρατούσε το μεγάλον ψαλίδι, το οποίον είχε χθες η νέα.

Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

Ο ΜόρχολτΑλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.

Με το αίστημα τούτο της μεστής ζωής έγραψε ο συγγραφέας αυτός ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από καλοκαιρινό φως και με θέμα τα δυο μεγάλα αγόρια του, τα παιγνίδια και τις διασκεδάσες τους, τα άθλα και τις ατυχίες τους. Το βιβλίο είτανε μια ιλαρή χαρά και γι' αυτόν τον ίδιο κι όταν μου έρχεται στο νου εκείνη η εποχή, μόλις μπορώ και το εννοώ πως ο άνθρωπος αυτός είμουνα κάποτε γω.

Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Όλα δε τα άλλα του τέκνα, αν έχη περισσότερα από έν, και τα κορίτσια να τα υπανδρεύση συμφώνως με τον νόμον, τον οποίον θα επιβάλωμεν κατόπιν, και τα αγόρια να τα μοιράση εις όσους πολίτας έχουν έλλειψιν παιδιών, όταν έχουν ευχαρίστησιν κυρίως.