United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ειπής και τις άλλες μέρες δεν ήταν καλήτερα. Από την ώρα που το δολοφόνο ψαλίδι άνοιξε τις φλέβες του θείου του και οι παλαβές πράξες του αδερφού του τον έβαλαν κορώνα στη γενιά του, γλυκειά στιγμή δε γνώρισε ως σήμερα. Η ζηλεμένη του θέση έγινε βάσανό του. Τις αμαρτίες των προγόνων του τις σύναζε, λες, η τύχη στο σακκούλι της και τώρα τις έρριχνε σα μυλόπετρες στο κεφάλι του.

Τω όντι, επήρε το ψαλίδι, έκοψε το σχοινάκι και με επήρε να με περάση εις άλλα χέρια. Διά ένα χρόνον και μίαν ημέραν εγύριζα η έρημη από χέρι εις χέρι, και από εργαστήρι εις εργαστήρι, παντού υβρισμένη, παντού εντροπιασμένη. Κανείς δεν με ήθελε. Κατήντησα να πιστεύω και εγώ η ιδία ότι δεν αξίζω τίποτε.

Τι θέλεις, σταυρομάνα, για να μας ακούσουν κι' άλλοι; — Αυτό, πουλάκι μ', δεν είνε πράμμα που να κρυφτή, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θάρθη δεν θα το κοινολογήση; έχεις ψαλίδι για να κόψης της γλώσσες όλων των κοριτσιών; Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.

Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.

Εσυλλογίζετο η Φωτεινή· αλλ' εκείνο εσταμάτησεν εμπρός της σαν να ήθελε κάτι να της ειπή μ' εκείνο το παράξενο βέλασμά του. Η Φωτεινή έσκυψε και ήκουσε καθαρά. — Εγώ είμαι· όλο αυτό το μαλλί το εφύλαττα επάνω μου για σένα· πάρε το· είνε ιδικόν σου! Τι καλά, που έχω ψαλίδι επάνω μου, εσυλλογίσθη η Φωτεινή και ήρχισε να το κουρεύη.

Αυτό δε το πτωχόν εκατάλαβεν ότι δεν το καλοβλέπουν οι μεγαλοπρεπείς του συγκάτοικοι, και εμελαγχόλησε. Εκεί καταβαίνει εις το περιβόλι μία νέα με έν μεγάλον ψαλίδι εις το χέρι, προχωρεί προς τους λαλέδες και κόπτει ένα, κόπτει δύο, κόπτει ένα σωρόν. —Αχ! εστέναξε το χαμόμηλον. Φρίκη! Κρίμα τα ωραία άνθη! Η νέα έφυγε με το ψαλίδι εις το έν χέρι και τους κομμένους λαλέδες εις το άλλο.

Ξαναπηγαίνει ο Γκιώνης, μεταψάχνει και δε βρίσκει τίποτε και ματαγυρίζει μ’ αδειανά τα χέρια, χωρίς το βετούλι. Και για να μη το πολυλογούμε πήγε κι’ ήρθε πολλές φορές στο λάκκο, χωρίς να βρη και να φέρη το βετούλι. Τότε ο Μαλώνης, θυμωμένος, τραβάει μια το ψαλίδι και σκοτόνει το Γκιώνη, και κινάει για το λάκκο μόνος του να βρη το βετούλι.

Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.

Το χαμόμηλον ήκουε και ελυπείτο και ήθελε να βοηθήση την δυστυχισμένην κίχλαν. Αλλά τι να κάμη; Δεν εσυλλογίζετο ούτε την ζέστην του ηλίου, ούτε την ωραιότητα των άλλων ανθών, ούτε τίποτε άλλο. Ο νους της ήτο εις το σκλαβωμένον πουλάκι. Εκεί ήλθαν εις το περιβόλι δυο αγόρια. Το έν εκρατούσε το μεγάλον ψαλίδι, το οποίον είχε χθες η νέα.

Καλά έκανα να πάρω μαζί μου την δακτυλήθρα μου, το ψαλίδι μου, κλωσταίς και βελόνες· θα κάθωμαι εις το πλάι του να διορθώνω τα ρούχα του, και θα του λέγω και όσα τραγούδια ξεύρω διά να τον διασκεδάζω. Κρίμα, ότι δεν ημπορώ καλά ακόμη να διαβάζω, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου διά να τον κάμνω να λησμονή τους πόνους του.