United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξέρετε, κυρία Λέλα, τι παράξενο κορίτσι που είναι.. Δεν εννοεί να ξεκολλήση από κοντά μου. Τρέχει αποπίσω μου. ΛΕΛΑΘα είναι πια μεγάλη κοπέλλα! Φαντάζομαι πως θα την καμαρώνετε. ΦΛΕΡΗΣΚλείνει τα δεκαπέντε τον Σεπτέμβριο. ΛΕΛΑΤόσο πολύ. Την έλεγα μικρότερη. ΛΕΛΑΔεν ήτανε ανάγκη νάρθη αυτός ο γέρος για να μου θυμίση να φύγω. Δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω περισσότερο. Άκουσε, Τάσσο.

Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.

Δίχως άλλο έπρεπε να φύγη, και να το πάρη απόφασι πως για τελευταία φορά είχε κρατήσει, κάτω από την κάπα του προσκυνητήστον Άσπρο Κάμπο — τ' ωραίο σώμα της Ιζόλδης στα χέρια του. Τρεις ημέρες ακόμη έφαγε έτσι, χωρίς να μπορή να ξεκολλήση από τον τόπο που ζούσε η Βασίλισσα.

Η γλώσσα του έργου σας, και στη γραμματική της και στο ύφος, μας θυμίζει πως ο γραφτός λόγος ωρισμένων πεζογράφων μας και από τους πιο καλούς προτού να χτιστή γενικά και τελειωτικά απάνου στα θεμέλια της δημοτικής γλώσσας, και προτού ξεκολλήση ολότελα από τη σκλαβιά της καθαρεύουσας, έχει να περάση ακόμα για καιρό δρόμους και σταθμούς.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Πλην έκαμνεν όλα αυτά τα κακιώματα διά να ξεκολλήση τίποτε μέτρημα, «να κάμη κι' αυτός μια δουλειά, να ζήση». Ναυαγήσας εις την Μαύρην θάλασσαν, είχε θραύσει το οστούν της αριστεράς χειρός του, η οποία αδύνατος πλέον καθίστα αυτόν σχεδόν άχρηστον ως ναυτικόν. Φιλόπονος όμως νέος, ήνοιξε το μικρόν καφενείον, εκ του οποίου «έβγαζε το τσουβάλι» την τροφήν του.

Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.

Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμήση ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ώ γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γρηάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τι γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γρηά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμωςδιότι, ως γρηά, είχε τόσην πονηρίαντι έγειναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε.

Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχη και ξεστομίση τίποτις άπρεπο, κ' έτσι την τρόμαξε τη μικρή. Ο νωνός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές νάχη. Πού να τα ξεκολλήση όμως τώρα τα μάτια του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Ταπομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη.

Όταν εμπήκαν όλοι οι κατάδικοι του Τρία στο δωμάτιο, ο Βλαχογιώργος με κίτρινα τα χείλη από το φόβο του, γιατί ένιωθε πια τόρα πως είχε με λιοντάρια ανήμερα να κάμη, εστάθηκε στης πόρτας το διαπύλι. — Τούνους ήταν του σκαμνί, ουρέ ζιαγάρια; ρώτησε με θυμό, κ' επάσκιζε να συγκρατήση το σαγόνι του που ξέφεβγε κ' επάγαινε να ξεκολλήση απ την τρομάρα του.