United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτή η γυναίκα που έρχεται κάθε μέρα δεν σε περιποιείται; — Ναι. — Σοι φέρει τροφήν; — Μοι φέρει. — Και τι σοι λέγει; — Δεν ειξεύρει και αυτή τίποτε. — Μη την πιστεύης, είπε σχετλιαστικώς η Βεάτη. Είνε γεμάτη πονηρίαν. — Αυτή! — Ναι! Μη την εμπιστεύεσαι. — Αν ζητή να της ειπής τίποτε, μη της το λέγης.

Μη συλλάβετε περί εμού κακήν ιδέαν, εάν, φημιζόμενος άλλοτε ως καλός πατριώτης, επέρχομαι σήμερον εναντίον της πατρίδος μου μετά σφοδρότητος, ενούμενος μετά των πολεμιωτάτων αυτής εχθρών, και μη νομίσετε ότι αυτά τα οποία λέγω προέρχονται εκ της προθυμίας κάθε φυγάδος· διότι είμαι μεν φυγάς από την πονηρίαν των εκδιωξάντων με, δεν αποφεύγω όμως και την περίστασιν να σας ωφελήσω εάν θελήσετε να με ακούσετε.

Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώτο βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν! Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα· τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπειτο πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.

Αυτά ακόμη καλά καλά δεν εβγήκαν από τ' αυγό και θα έχουν τόσην πονηρίαν!. . . Η Κυρά Ρήνη βραδυπορούσα επέστρεφεν εις τον πύργον, μη θέλουσα κατ' ουδένα λόγον να πιστεύση εις την φυγήν των παιδιών· ήτο βεβαία μάλιστα, κάτι έλεγεν εις αυτήν ότι θα τα εύρισκεν εκεί επιστρέφουσα. . . Αλλ' η περί φυγής ιδέα εδέσποζε πάλιν του νοός της και όσον ήθελε να την αποδιώξη τόσον επέστρεφεν εκείνη επιμόνως.

Τότε λοιπόν ορθόν να ονομάσωμεν διχόνοιαν και ασθένειαν της ψυχής την πονηρίαν. Θεαίτητος. Πολύ ορθά βεβαίως. Ξένος. Θεαίτητος. Είναι προφανές ότι τα παθαίνουν από ασυμμετρίαν. Ξένος. Αλλά πάλιν γνωρίζομεν ότι παν ό,τι δεν γνωρίζει η ψυχή, το κάμνει χωρίς να θέλη. Θεαίτητος. Βεβαιότατα. Ξένος. Θεαίτητος. Πολύ ορθά. Ξένος.

Ούτω λοιπόν ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, με την πονηρίαν του και με την φυσικήν αγαθότητα της Αρφανούλας τα κατάφερε πάλιν και τον είδομεν την παραμονήν της πρωτοχρονιάς πρωί πρωί, παρά το Άγιον Βήμα της Καπνικαρέας, εμπρός εις μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα ευθηνά αθυρμάτια, στρέφοντα, τη συμβουλή του θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν εκεί θρηνητικώς, πρώτην-πρώτην αυτήν, ως το εγερτήριον της μεγάλης εμπορικής οδού, την τρελλήν εκείνην ημέραν.

Ειλικρινής είναι αυτός, ορθά κοπτά τα λέγει, να κολακεύση δεν 'μπορεί, και λέγει την αλήθειαν! Αν έχη πέρασιν, καλά· ει δε... αυτός είν’ ίσιος! Τους 'ξέρω τους παμπόνηρους! Μ' αυτήν των την ισιάδα σκεπάζουν αχρειότητα και κρύπτουν πονηρίαν, που δεν την έχουν είκοσι δουλοπρεπείς κηφήνες συνηθισμένοι ταπεινώς να κάμνουν υποκλίσεις.

Ο γέρο-ναύτης ο Μπάρμπα-Μήτρος, η Νεροφίδα αποκαλούμενος μεταξύ των πληρωμάτων, διά την πονηρίαν του, γηράσασαν πονηρίαν, ο πάντοτε διολισθαίνων ως ποτάμια έγχελυς από μέσα από τα φοβερά δίκτυα του κινδύνου, μ' επείραζε συνεχώς με το νυκτερινόν κολύμβημα, ως απεκάλει της νυκτός την τρικυμίαν.

Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα θελήματά της και εις την αγάπην της.