United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην.

Αλλά τέλος, μη δυνάμενος πλέον να υπομείνω την αγωνίαν αυτήν της αμφιβολίας, έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός με προφύλαξιν και με τεταμένους τους βραχίονας, τα μάτια γουρλωμένα, αναζητών μίαν ασθενή ακτίνα φωτός. Έκανα πολλά βήματα, αλλά το παν δεν ήτο παρά σκότος και χάος. Ανέπνευσα ελευθερώτερα, διότι μου εφάνη ότι η τύχη, η οποία μου επεφυλάσσετο, δεν ήτο ίσως η χειροτέρα πάσης άλλης.

Εις το αναμεταξύ που μου εδιηγείτο ο νέος την ιστορίαν του, εγώ τον εθεωρούσα με προσοχήν ώστε με εφάνη τόσον ωραίος, τόσον χαριτωμένος, που τον ηγάπησεν η ψυχή μου και μου εκίνησεν εις τοιούτον έρωτα, που ποτέ δεν εδοκίμασα παρόμοιον και μη ημπορώντας να υπομείνω από τον έρωτα, του εφανέρωσα την γνώμην μου, και του είπον ότι εις το εξής είσαι αυθέντης και εις εμένα και εις το καράβι μου και να έλθης μαζί μου εις την Βαβυλώνα, που διοικεί ένας ευσπλαγχνικώτατος Βασιλεύς, και θέλει σε τιμήσει κατά την αξίαν σου διά να αποφύγης τούτον τον φοβερόν τόπον.

Της έδωκα υπόσχεσι, ότι αν είχε την καλωσύνη να μ' ελευτερώση από το θεριό, αν έπαιρνα ποτέ γυναίκα, ένα χρόνο ούτε θα τη φιλούσα ούτε θα την αγκάλιαζα. — Λοιπόν, είπεν η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια, θα το υπομείνω όπως μπορώ». Αλλά όταν η υπηρέτριες, το πρωί, της φόρεσαν τον πέπλο των παντρεμμένων γυναικών, γέλασε θλιβερά, και συλλογίστηκε ότι δεν είχε δικαίωμα σ' αυτό το στολίδι.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210 ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, ότιτην Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215 ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω• και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220 θε να 'λθω τότετην γλυκειά την γη την πατρική μου, μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».

Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις καιτα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους. κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205 να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων, 'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν. αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω».

Αλλ’ άφινέ με κάτοικος των βουνών να ’μαι, του Κιθαιρώνος του δικού μου βουνού ετούτου, που η μάνα και ο πατέρας μου σε ζωντανόνε τάφο κυρίαρχο δώκανε για ν’ αποθάνω, για κείνους όπου θέλησαν να μ’ αφανίσουν. Αν και γνωρίζω πως κακό ποτέ κανένα ούτε κι αρρώστια δύναται να μ’ αφανίση, γιατί αν συχνά απ’ τον θάνατον σωσμένος είμαι, για να υπομείνω νέο κακό, τούτο συμβαίνει.