United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας ένας, όποιος προβάλη να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση, τι να κάμη; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρι, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρια της καρδιάς μου, που με το δάκρι μου αφτό να κλάψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κ' αιώνες ζης, πολεμάς, κι αναστενάζεις.

Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη! Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι είν' ο τόσος θόρυβος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ημέρα ωργισμένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι έπαθες; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου! Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω. Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Είν' εντροπή!

Και όταν ο Δάμις κατηγόρει τον υιόν του; Δεν έπαθες άδικα, του είπα, αφού είχες περιουσίαν χιλίων ταλάντων και συ μεν απελάμβανες που ήσουν εννενηκοντούτης, εις δε τον υιόν σου ο οποίος ήτο δέκα οκτώ ετών νέος έδιδες μόνον τεσσάρας οβολούς.

ΛΕΝΩΞ Να, εδώ. — Τι έπαθες και είσαι ταραγμένος; ΜΑΚΒΕΘ Ποιος από σας τόκαμ' αυτό; ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ Τι πράγμα, ω αυθέντα; ΜΑΚΒΕΘ προς το φάσμα. Δεν ημπορείς να μου ειπής ότι εγώ σου πταίω!.., Μη τα μαλλιά σου μου κινής τα αιματοβαμμένα! ΡΩΣ Δεν είναι, άρχοντες, καλά ο Μάκβεθ! Σηκωθήτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Καθήσετε, ω άρχοντες. Αυτά συχνά τα έχει, και από νέος μάλιστα! Κανείς σας μη σαλεύση!

Αλλά δεν γνωρίζω πώς έγεινε το λάθος και εγώ μεν επήρα εκείνο το οποίον περιείχε το δηλητήριον, ο δε Πτοιόδωρος εκείνο το οποίον δεν είχε. Και ο μεν Πτοιόδωρος ήπιε χωρίς να πάθη τίποτε εγώ δε αμέσως έπεσα κάτω νεκρός αντί εκείνου. Πώς, γελάς, Ζηνόφαντε; Δεν κάνεις καλά να γελάς διά το δυστύχημα του φίλου σου. ΖΗΝ. Τι να κάνω, Καλλιδημίδη; Αυτά που έπαθες είνε αστεία. Ο δε γέρων τι έκαμε;

ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του . ΠΟΛΩΝΙΟΣ Υγίαινε! Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι έπαθες; τι τρέχει; ΟΦΗΛΙΑ Ω! φόβος 'πού μ' επήρε, Κύριε, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τρελλός από τον έρωτά σου; ΟΦΗΛΙΑ Δεν γνωρίζω, αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι 'πε;

Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελλή και ξεμυαλισμένη! Είναι χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ' ατίμασαν αμέτρητα έθνη! Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά· και κάθεσαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα.

Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.