United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. — Πώς εδώ, ευλογημένε; — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου!

Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον. Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.

Άμα εισελθών, εστράφη προς εκατέραν των παραστάδων της θύρας, όπως ίδη μη είνε τις κεκρυμμένος όπισθεν των θυρωμάτων, είτα εχαιρέτισεν έπιπλόν τι εκλαβών αυτό εν τη ταραχή του ως έμψυχον ον. Μετά τούτο εχαιρέτισεν εμέ και τελευταίον έκαμε πολλάς προσκυνήσεις ενώπιον του αρχηγού. Έτρεμε δε τα γόνατα, και μετέφερεν αδιαλείπτως τον σκούφον ον εκράτει από της μιας εις την ετέραν χείρα.

Ενώ επροσπάθουν να ενθυμηθώ πού και πότε έτυχε και άλλοτε να την θαυμάσω, ο κάτοχος αυτής, ο έχων, ως φαίνεται, καλλιτέραν της ιδικής μου μνήμην, με εχαιρέτισεν ονομαστί και βλέπων με ακόμη διστάζοντα επρόσθεσε μειδιών: — Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο Βορμ, ο πρώτος κωμικός του θιάσου του Λαβέρν εις το θέατρον των Αθηνών.

Ανάβα όνομα να ιδής κορμί . Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος. — Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε ; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος. — Κατά φωνή και . . .

Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των όπισθεν. Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος.

Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπάρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς. — Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.