United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η Πηγή εσηκώθη και είπε προς την νεαράν οικοδέσποιναν: — Αργεί νάρθη κιανείς, Γαρεφαλιό, να μάςε πη πώς το βγάλανε. Οι Σαϊτανοί είχον κρατήσει μυστικόν, όπως εσυνηθίζετο, το όνομα το οποίον θα έδιδεν ο Μανώλης εις την βαπτιστικήν του, και αι γυναίκες, ενώ κατεγίνοντο εις την παρασκευήν της τραπέζης, επροσπάθουν να μαντεύσουν το μυστικόν.

Το βράδυ οι άλλοι εικοσιτέσσαρες στρατιώται εκλείσθησαν εις το κουτί των, το δε παιδάκι και όλη η οικογένεια επλαγίασαν να κοιμηθούν. Τότε τα διάφορα παιγνίδια ήρχισαν να κάμνουν επισκέψεις μεταξύ των και να παίζονν και να διασκεδάζουν. Ήθελαν και οι κλεισμένοι στρατιώται να έβγουν από το κουτί των, και επροσπάθουν αλλά δεν ημπορούσαν ν' ανασηκώσουν το σκέπασμά του.

Και οι μεν Κερκυραίοι μερικώς και ατάκτως επιπίπτοντες εξηντλούντο εις ματαίους αγώνας· οι δε Αθηναίοι φοβούμενοι το πλήθος των εχθρικών πλοίων και την περικύκλιοσιν δεν τα επρόσβαλον αθρόα ουδέ κατά το μέσον, αλλ' επιπεσόντες καθενός κέρατος εβύθισαν έν πλοίον. Και μετά ταύτα περιέπλεον περί τα εχθρικά πλοία, τα οποία είχον ταχθή κυκλοειδώς και επροσπάθουν να τα εμβάλουν εις ταραχήν.

Ο κίνδυνος ήτο ίσως δι' όλους ημάς, αλλά δι' εκείνον και μόνον εσκεπτόμην. Εφοβούμην δι' εκείνον. Ήθελα να τον εμποδίσω από του να με ακολουθήση. Αλλά πώς; Να τον διατάξω να επιστρέψη οπίσω; Επί τίνι προφάσει; Επροσπάθουν να εξεύρω τον τρόπον και δεν εύρισκα. Είχομεν φθάσει υπό την σκέπην των τελευταίων δένδρων.

Ενώ επροσπάθουν να ενθυμηθώ πού και πότε έτυχε και άλλοτε να την θαυμάσω, ο κάτοχος αυτής, ο έχων, ως φαίνεται, καλλιτέραν της ιδικής μου μνήμην, με εχαιρέτισεν ονομαστί και βλέπων με ακόμη διστάζοντα επρόσθεσε μειδιών: — Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο Βορμ, ο πρώτος κωμικός του θιάσου του Λαβέρν εις το θέατρον των Αθηνών.

Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήση η Χριστίνα διατί δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το στομάχι, πότε το κεφάλι μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα, τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω.

Την οικουρικήν ταύτην διάθεσιν επροσπάθουν να ενθαρρύνω, προσφέρων εις αυτήν παν ό,τι ενόμιζα ότι δύναται να την διασκεδάση, γάστρας καμελιών, συλλογήν γραμματοσήμων, πιάνο χωρίς ουράν, στερεοσκόπιον, διδάσκαλον φωνητικής μουσικής και γάτον της Αγκύρας. Ταύτα εδέχετο με πολλήν ευγνωμοσύνην και εφαίνετο επί τινα καιρόν ενθουσιασμένη.

Κάμποσοι μικροί βουκόλοι είχον περιστοιχίση εξ αποστάσεως ένα ταύρον κ' επροσπάθουν να τον «μυγιάσουν». Και προς τούτο εξεφώνουν εν χορώ τα εξής: Έβγα, μύγιο, απού το βώλο κέμπα στου βουγιού τον κώλο. Δος του να πυροβολήση και τα όρη να γυρίση, Κού-κου! κού-κου! κού-κου!

Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτιού ήσαν ανεπαρκή διά την έκτακτον εκείνην περίστασιν και είχαν δανεισθή από την γειτονιάν καθέκλες και τραπέζια, τα οποία επροσπάθουν να συναρμόσουν διά να σχηματίσουν μεγάλην τράπεζαν επαρκή διά τους προσκεκλημένους. Τα πολύτιμα πινάκια είχαν κατεβασθή και τα μάκτρα τα «ξομπλιαστά» εξεκρεμώντο από το ράφι, διά να τεθούν εις την τράπεζαν.