United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε·Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν.

Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός μου, ακόμη καλλίτερα. Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου.

Ο Σκούντας απήντησε μηχανικώς ότι θα έλθη. — Πότε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Πολύ γρήγορα, απήντησεν ο Σκούντας, ίσως.... Ήθελε να είπη «ίσως απόψε», αλλά διεκόπη επί τη παρουσία της Βεάτης. Ότε οι δύο απεσύρθησαν, η Αϊμά κατεκλίθη μεστή της ιδέας ταύτης, ότι ο αδελφός της έμελλεν όσον ούπω να έλθη, και περιέμενεν αυτόν εις τα όνειρά της.

Διά ποίον πράγμα; — Είπα, &'στό θεό σου&. — Ε, και σαν είπες; — Εξέχασα. — Τι; — Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε. — Τι πράγμα; — Θεόν. — Ε δα, μη, &τζάνουμ&.. — Πώς; — Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ. — Διατί; — Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος. — Λοιπόν έχετε Θεόν; — Βέβαια. — Τότε έσφαλα. Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη.

Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είνε, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα..... Διεκόπη. Παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες». — Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;

Το βέβαιον είνε ότι ουδέποτε είχαν υποπτευθή ότι είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λέξεις όσαι ήσαν τυπωμέναι εντός των βιβλίων των. Ως διά να «μην τους χαλάση την καρδιά», επειδή εγέλων, ο διδάσκαλος έσπευσε ν' απαντήση·Αυτά θα τα μάθετε όταν . . . Ίσως ήθελε να είπη «όταν θα πάτε στο Ελληνικό Σχολείο». Αλλά διεκόπη.

Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβεν ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε... φέτος που είναι βαρύς... Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη.

Αλλά την στιγμήν εκείνην διεκόπη ο γέρων αίφνης αποτόμως από τον γραμματοκομιστήν, όστις εισελθών εκόμιζε δύο επιστολάς, μίαν προς τον καπετάν-Μαμμήν και άλλην προς την νύμφην του, την οποίαν ο γραμματοκομιστής μετέβη αμέσως να επιδώση. — Καλώς τα δέχθηκες! ηυχήθη ο ιερεύς. Είδες που το επροφήτευσα; Και εθεώρησε καλόν να αφήση μόνον τον φίλον του.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν. — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.