United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Αλλά διά μιας διεκόπη και, με τον κάλαμον μετέωρον, εφαίνετο ως ανακαλών εις την μνήμην του δυσάρεστόν τι, προς ώραν λησμονηθέν. Με έβλεπεν ασκαρδαμυκτί, καίτοι προφανώς έχων αλλού τον νουν. — Τι σκέπτεσθε, κύριε καθηγητά; ηρώτησα. — Σκέπτομαι, φίλε μου, ότι, αφότου δεν είδα τον κύριον, Μελέτην, τα πράγματα μετεβλήθησαν. Η κόρη του.. Ο καθηγητής δεν εθεώρησε πρέπον να συμπληρώση την φράσιν του.

Μεμακρυσμέναι βρονταί αντήχουν, και αι ψεκάδες του όμβρου διέλειπον επί μικρόν και πάλιν ήρχιζον να πίπτωσιν. Ο Τρέκλας ήτο άφωνος και δεν έλεγε το αίτιον της οργής του. Αλλά στιγμήν τινα ηκούσθη μασσωμένη μεταξύ των οδόντων του η λέξις· Άθλιε! μου πήρες την..... Και διεκόπη. Αλλ' ας σπεύσωμεν να είπωπεν προς τον αναγνώστην το πιθανώτατον αίτιον της επιθέσεως ταύτης.

Ήτο μεσημβρία, και ο Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Τότε η μοναξία Του διεκόπη διά της εμφανίσεως μιας γυναικός.

Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνονΔιεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.

Διεκόπη δύο τρεις φορές, και επανέλαβε τις ζωηρότερες διαμαρτυρήσεις, πως δεν το λέγει για την κατηγορήση, πως την αγαπούσε και την εξετίμα, καθώς και προτήτερα, πως αυτό δεν εβγήκε ποτέ από το στόμα του, και πως μου το λέγει μόνο για να με πείση ότι δεν ήτο ποσώς διεστραμμένος και ανόητος άνθρωπος. — Και εδώ, φίλτατέ μου, αρχίζω πάλι το παλαιό μου τραγούδι, που αιωνίως θα τραγουδώ· αν ηδυνάμην να σου παραστήσω τον άνθρωπον, πώς εστέκετο μπροστά μου, πώς τον θυμούμαι ακόμα έτσι μπροστά μου!

Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον, όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς! εις τα θηρίαΑπεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας, διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο Πετρώνιος σταθείς είπεν: — Οι πραιτωριανοί!

Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε·

Αλλά συ, Πετρώνιέ μου, εξήγησε το σημείον τούτο. — Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί τους ιχθύς. Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις την αγοράν.

Προ δύο ετών, κατά τον χειμώνα, ο Στρεμμενός ο οποίος περιβάλλει διά των ρυπαρών νερών του τα Λεχαινά και φιλοδωρεί τους κατοίκους με παντοειδείς ασθενείας είχε πλημμυρίσει εκ των πολλών βροχών και κατέκλυσε τας πλησίον των όχθων του αυλάς, κήπους, οικίσκους και μάνδρας, εκάλυψε δε ή παρέσυρε τας ξυλίνας γεφύρας. Ούτω διεκόπη πάσα συγκοινωνία της μιας συνοικίας μετά της άλλης.