United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη έχουσα πεποίθησιν εις την μνήμην της, δεν είξευρε μετά βεβαιότητος ότι είχε κλείσει πράγματι την θύραν, την τελευταίαν φοράν καθ' ην ήλθεν ενταύθα. Δυνατόν να την άφησε και ανοικτήν και να μη ενεθυμείτο. Εν τούτοις προυχώρησεν αύτη προς τον κλειστόν θάλαμον. Ανέσυρεν εκ της ζώνης της βαρείαν κλείδα και έθηκεν αυτήν εις το κλείθρον.

Ο μεν υπώπτευεν ότι ο Τρέκλας τον είχεν ιδεί, εκτελούντα την νυκτερινήν εκείνην εργασίαν, και επεθύμει να βεβαιωθή περί τούτου, ο δε Τρέκλας ουδόλως τον είχεν ιδεί, και ηγνόει τους σκοπούς του ξένου, όθεν δεν είξευρε τι ήτο αρεστόν αυτώ να τω είπη, το ψεύδος ή η αλήθεια. Εν τούτοις εκ της τελευταίας φράσεως του Τρέκλα ο ξένος εσχημάτισεν ιδέαν τινά.

Εν τη αμηχανία του ο Μάχτος διενοήθη να είπη τι εις την Αϊμάν περί του πράγματος. Αλλά δεν είξευρε πόθεν ν' αρχίση. Περίεργον ότι είχε καταληφθή υπό τόσης συστολής, οίας ηγνόει αν ήτο επιδεκτικός πρότερον. Ως να έμελλε να είπη κακόν τι προς αυτήν, τόσον εδίσταζε και εφοβείτο. Και όμως αυτό, όπερ ήθελε να τη ανακοινώση, ήτο τόσον επαινετόν, ώστε ουδείς λεπτολόγος ηδύνατο να τον ψέξη.

Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθή άλλοτε το φρούριον και είξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενεθυμείτο καλώς τον δρόμον.

Αλλ' όμως το πράγμα, όπως συνέβη, ηδύνατο να το εκλάβη ως απατηλήν οπτασίαν, διότι η γραία εκείνη πρώτην και τελευταίαν φοράν ώφθη, ουδ' είξευρέ τις πόθεν ήρχετο και πού διηυθύνετο, ουδέ την είδεν έκτοτε ανθρώπινον όμμα είτε παρά την ακτήν, είτε εις την κώμην, είτε παρά την συνοικίαν των αλιέων.

Και ποία άρα θα ήτον η τύχη της από τούδε; Μόνος ο Θεός το είξευρε.

Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις.

Ο Θευδάς εγίνωσκεν ότι ματαίως θα επέμενε, και απέσχε πάσης περαιτέρω ερωτήσεως. Αν είχον έννοιάν τινα οι ανωτέρω παιγνιώδεις λόγοι, μόνος ο Τρέκλας είξευρε τούτο, ο δε Θευθάς επώπτευε μόνον, αλλ' ουδέν βέβαιον εγίνωσκεν. Αλλ' όμως ευτυχέστερος ήτο ούτος του χρονογράφου, διατελούντος εν ζοφερά αγνοία περί του πράγματος.

Αλλ' εκείνος εν ανάγκη είξευρε ν' απαντά και μόνος εις τας ιδίας αυτού ερωτήσεις, και τούτο πάλιν ήτο άλλη τέχνη, ης ουδέ την ύπαρξιν τέως υπώπτευον. Ιδών λοιπόν ότι δεν απήντων είπε·Πολλαί ημέραι είνε, διότι αυτή η μικρά φαίνεται να ήτον βαρειά άρρωστη, και τώρα είνε εις ανάρρωσιν. Εγώ ουδέν είπον. Αλλ' ο ξένος μοι απηύθυνε και δευτέρα ερώτησιν·

Διενοείτο δε ότι, επειδή ήτο Κυριακή, οι χριστιανοί θα ήσαν εις την λειτουργίαν, και θα προσηύχοντο. Αύτη δεν είξευρε να δεηθή, διότι δεν την είχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Και όμως πολλάκις ησθάνετο την ανάγκην να ψιθυρίζη αυτοσχεδίους δεήσεις. Ο γέρων απήντησε διά του συνήθους αυτώ γρυσμού, όστις αν είχεν έννοιάν τινα, θα εσήμαινε βεβαίως ότι «οι γύφτοι δεν έχουν εκκλησίαν».