United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά μακρούς αγώνας, τινών γραμμάτων η προφορά επανήρχετο εις την μνήμην της, άλλα δε τινα δεν τα ενεθυμείτο. Κατήντησε δε να κάμνη επί του χάρτου εκείνου μαθηματικούς υπολογισμούς, συγκρίνουσα το σχήμα των ομοίων, και ζητούσα να φθάση εκ των γνωστών εις τα άγνωστα. Αλλά μάτην.

Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον. Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η ταλαίπωρος.

Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά πρώτον είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και αναιβοκαταιβαίνοντα εμπρός από τον οικίσκον της!

Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του. Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον οίνου. Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του.

Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.

Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθή άλλοτε το φρούριον και είξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενεθυμείτο καλώς τον δρόμον.

Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία.

Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.

Το ενεθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ' αρχής της ομιλίας του παππά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ' έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Δεν ενεθυμείτο ούτε πώς ήλθεν, ούτε ησθάνετο τον κόπον της οδοιπορίας. Είνε αληθές ότι ο Θευδάς ενεφανίσθη αιφνιδίως εις αυτόν την πρωίαν, και τω είπεν ότι τον ζητεί η Αϊμά, ουδέν άλλο. Ο Μάχτος καταλιπών το εργαστήριον, την σφύραν, τον άκμονα, την πυράγραν και τους φυσητήρας, εξεζώσθη την δερματίνην ποδιάν, ην εφόρει, και ηκολούθησε τον Θευδάν, ή μάλλον προεπορεύθη αυτού.