United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφόνευσεν ιδιοχείρως γιγάντειον Πέρσην και τον έρριψεν εις τον ποταμόν. Εκ της υπερανθρώπου ανδρείας, ως χαρακτηρίζουν αυτήν οι χρονογράφοι, την οποίαν έδειξε τότε ο αυτοκράτωρ, εθαμβώθη ο Σάρβαρος και έλεγε προς τον πλησίον του Έλληνα λιποτάκτην Κοσμάν: «Βλέπεις τον Καίσαρα, Κοσμά, μετά πόσης τόλμης μάχεται, και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων αποπτύει τας βολάς

Έλθετε μετ' εμού εις την σκηνήν όπου θα ίδετε μετά πόσης αποστροφής παρεσύρθην εις τον πόλεμον τούτον, και πόσην μετριοπάθειαν και πραότητα μετεχειρίσθην εις τας επιστολάς. Έλθετε να ίδετε τας αποδείξεις των όσων σας λέγω. Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τω τάφω. Εισέρχονται η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και η ΕΙΡΑΣ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η θλίψις μου αρχίζει να διασκεδάζεται. Είναι ευτελές να είναι τις Καίσαρ.

Ω! Μετά πόσης χαράς επιστρέφει τις μετά μακράν απουσίαν εις την οικίαν, όπου εγεννήθη, πλησίον εκείνων τους οποίους παιδιόθεν ηγάπησε!

Μονάρχης απόλυτος και τυραννικός ο Χοσρόης, καίπερ μισούμενος υπό των πλείστων υπηκόων του, ηδύνατο να εκμεταλλευθεί και τους ανθρώπους και τον πλούτον της χώρας, χάριν των φιλοδόξων σχεδίων του. Είδαμεν μετά πόσης περιφρονήσεως απέρριψε τας περί ειρήνης πρεσβείας του Ηρακλείου. Ζων εν μέσω τρυφής, πλούτου και δυνάμεως πολλής, κατέστη αλαζονικώτατος.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ποιος είναι; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ο Ρωμαίος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Προ πόσης ώρας είν' εκεί; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ θα ήναι 'μισή ώρα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣτον τάφον ακολούθει με. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Φοβούμαι να σ' ακούσω Ο κύριός μου αγνοεί πως είμ' εδώ ακόμη, και μ' εφοβέρισε φρικτά πως αν παραμονεύσω θα με σκοτώση. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μείν' εδώ· εγώ πηγαίνω μόνος. Ω! τρέμω μήπως έγεινε καμμία δυστυχία.

Μετά πόσης ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των! Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.

Αλλά πού ύπνος; Το καφενείον εγέμισεν εντός ολίγου Τηνίων ευθυμούντων, και είχομεν όλην την νύκτα μουσικήν, άσματα και ευωχίαν. Μετά πόσης αδημονίας διήλθα την άγρυπνον νύκτα εκείνην ! Τους έβλεπα και τους ήκουα από την σκοτεινήν μου γωνίαν, και η φαιδρότης των μου έφερε δάκρυα, ο δε ήχος των οργάνων μου ενθύμιζεν οιμωγάς και θρήνους.

Είπομεν πόσου σεβασμού αντικείμενον ήτο και πόσης αγάπης το σεμνόν Κοινόβιον της νήσου, το γηροκομείον και πτωχοτροφείον αυτής. Και είτα προσέθηκε μετά τινος πικρίας. — Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως σας δώσανε συνδρομή από το Μοναστήρι και από την Δημαρχία;

Διά ξηράς ως και διά θαλάσσης ο περιηγητής μετεφέρετο άνευ βίας, του εδίδετο δε καιρός διά να αναπνεύση, να αναπαυθή και να ικανοποιήση την περιέργειάν του. Και μετά πόσης περιεργείας περιηγείται τις ότε, νέος έτι, βλέπει κατά πρώτον νέον και άγνωστον κόσμον! Πώς τα πάντα τότε εξεγείρουν τον θαυμασμόν και εξάπτουν την φαντασίαν! Ω, η νεότης!

Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!