United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε, Μανώλη ... έλεγεν η Πηγή προσπαθούσα να διαφύγη. Μπορεί νάρθη κιανείς ... Άφησέ με, σου λέω, Άνε μ' αγαπάς ... Επιτέλους, εξολισθήσασα από τον εναγκαλισμόν, έπεσεν εις τον «πατητηρόλακκον», δηλαδή εντός του αργαλειού. Αλλ' ο ερωτικός παροξυσμός του Μανώλη θα την παρηκολούθει και εκεί. Εννοείται δε ότι διέτρεχεν ο αργαλειός τον κίνδυνον να εξαρθρωθή και το υφάδι να κατακοπή.

Ακούς τουλόγου σου δουλειές απού τσι κάνει ο κουζούλακας; Και δεν είνε μόνον η ντροπή ένας νειός λογοστεμμένος να πειράζη άλλες, αλλά θα βρη και τον μπελά του· κάποιος θα βρεθή να τόνε σκοτώση, γιατί κιανείς δε δέχεται να του πειράζουν την αδερφή γή τη θυγατέρα του. — Ο Χριστός με το παιδί μου!.. είπεν η Σαϊτονικολίνα.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Άντρας που θα τόνε χαρής, γιατί δεν είνε κιανείς λειψανάβατος και ζομπονιάρης ν' αποθάνη να σ' αφήση χήρα τσι πέντε στράτες. Τότε η Μαργή εβρόντησε και ήστραψε και είπεν ότι μα τα κόκκαλα του κυρού της θάπινε φαρμάκι και μόνον αν της ανέφερε το όνομα του Μανώλη η μητέρα της. Και έκλαιεν απαρηγόρητα.

Φτωχός είμαι, μα την τιμή και την υπόληψί μου την έχω ψηλότερα από κάθε άλλον· και δε θέλω να με ψεγαδιάση κιανείς. Θες να πάρη τη θυγατέρα μου ο γυιός σου; Το θες ένα, το θέλω χίλια. Εδώκαμε λόγο· θα σανημένω να κάμης την ευκολία σου. Μα στο ανεμεταξύ δε θέλω να μπαίνη στο σπίτι μου ο γυιός σου, για να μη βγη τση θυγατέρας μου τόνομα κέχω καλλίτερα ναποθάνω.

Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση. Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου.

Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.

Ακούς, είπεν ο Μανώλης, πως το λέει και το τραγούδι; ... Έλα, γιατί μα το Θεό . .. δεν κατέω κ' εγώ είντα μπορώ να κάμω. — Δεν έρχομαι, Μανώλη, μόνο φύγε, να μην έρθη ο Στρατής γή να μη μάςε 'δη κιανείς άλλος ομάδη, είπεν η Πηγή με αγωνίαν. Ο Μανώλης εκοκκίνισεν από πείσμα. — Δε φεύγω αν δε φύγωμε μαζή, μόνο βγάλε το απού το νου σου, είπεν. Ομάδη θα φύγωμε· ακούς το;

Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος. Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού.

Τότε η Πηγή εσηκώθη και είπε προς την νεαράν οικοδέσποιναν: — Αργεί νάρθη κιανείς, Γαρεφαλιό, να μάςε πη πώς το βγάλανε. Οι Σαϊτανοί είχον κρατήσει μυστικόν, όπως εσυνηθίζετο, το όνομα το οποίον θα έδιδεν ο Μανώλης εις την βαπτιστικήν του, και αι γυναίκες, ενώ κατεγίνοντο εις την παρασκευήν της τραπέζης, επροσπάθουν να μαντεύσουν το μυστικόν.