United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου. Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.

Άκου μ' εμένα που σου λέω ! Αλήθεια, να δης, Βεργινία μου, πούθελε σήμερις ναρθή μαζή μου κ' η Κυρία Ουρανία, η κόρη δα της σπιτονοικοκυράς μου μια μονάχη την έχει νάρθη λέει να μαζέψη λουλούδια στην Καλλιθέα, μα είχανε κάποιονα στο τραπέζι και δεν μπόρεσε να ξεφύγη δεν την άφησε η μητέρα της.

Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε. — Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;

Σαυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τάκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κ' ενώ ψήλωνε, για να φτάξη το άνθος πούθελε να κόψη, έλεγε: — Τούτονέ θα βάλω στη μέση τση ροδαράς μου και γύρου γύρου τάλλα σειρές.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.

Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος. Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού.

Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους 90 και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα· μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μον το γοργό Αχιλέα καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας. 92 Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο 97 είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του Ωχού μου! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα, άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος, 100 πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.

5ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Τρέχουνε αυτοί στα μνήματα και με τους πεθαμένους οργιάζουν. ΚΟΥΒΙΚΟΥΛ. Λένε πώς Χριστός δεν πέθανε, αλλά κρυμμένος είνε και περιμένει βασιληάς του κόσμου να γενή. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Πιωμένος θε νάσαι χωρίς άλλο. Τον γραπώσανε μια νύχτα πούθελε να κάνη επανάστασι και τον σταυρώσανε. Μου δείξαν την απόφασι στη Ρώμη υπογραμμένην από τον Ηγεμόνα Πόντιον.

Και δε θωρρείς, μωρέ μπουντάλακα, πως από 'δα δεν τηνε θέλει κιανείς και θαπομείνη στο ράφι; θα γεράση απάντρευτη. Μα είδες εσύ, μωρέ, άντρα κιανένα να πάρη γυναίκα μεγαλείτερή του; Κεσύ λες πως αγαπάς μια γεροντοκόρη, απού σε περνά δέκα πέντε χρόνους κοντά. Αυτά τα λόγια, αντί να φέρουν το αποτέλεσμα πούθελε η μητέρα μου, έφεραν μάλλον το ανάποδο.