United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκτοτε, η Μοίρα του, εμφανιζομένη σκληρά, υπό την μορφήν του Γέροντος, κοντού και απηνούς, πολιού και εχθίστου, με πώγωνα βαθύν και επανωφόριον ποδήρες ρωσσικόν, συνετάραττε την νυκτερινήν ανάπαυσίν του· και αποκαμών επεθύμει την κατάβασίν του προς τα κάτω, όπου τω εφαίνετο ότι θα εύρισκεν ανάπαυσιν εις την μαλακά γύρω του βουνού, αναπαυομένην πόλιν.

Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν: — Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως: — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Εκάρη, και ωνομάσθη Δαυίδ. Μετά χρόνους ύστερον ο πρωτότοκος υιός του Επιφανίου, του Λογιωτάτου, Δημήτριος, αφού έμεινεν ολίγα έτη εις το Ρωσσικόν μοναστήρι, εις τον Άθωνα, επέστρεψεν εις την πατρίδα του. Ούτος έμελλέ ποτε να φημισθή αργότερα ως Διονύσιος ο Γέροντας και ως πνευματικός.

Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον.