United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναικεία καρδία ομοιάζει προς μαλακόν σπόγγον, επί του οποίου υπάρχει κεκολλημένον τεμάχιον λίθου· ο λίθος προκαλεί εκδοράς, ο σπόγγος τας θωπεύει μαλακά, πολύ δε αργά κατανοείς, ότι διά της συνεργασίας αυτής σου αφηρέθη και η τελευταία του αίματος σταγών. Το σπουδαίον δεν είναι πώς να ρίψης κάτω μίαν κεφαλήν χαλασμένην, αλλά πώς να επαναφέρης αυτήν εις την θέσιν της.

Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.

Πλησίον της λυχνίας δύο ποντικοί εκύλιον διαμφισβητούντες τεμάχιον κριθίνου άρτου, ενώ τρίτος ηγωνίζετο ν' αναρριχηθή επί σταμνίου μικρού· υψούτο εις τους οπίσθιους πόδας, συνελάμβανε το σταμνίον διά των εμπροσθίων και ητοιμάζετο να πηδήση αλλ' ευθύς ωλίσθαινε ή ανετρέπετο προς τα οπίσω ύπτιος.

Η καλή μήτηρ του Κώστα, ιδούσα τον υιόν της ούτω μεταμορφωμένον, και μαθούσα παρ' αυτού τα διατρέξαντα, έχυσε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης· ευχαρίστησε τον Ύψιστον, και ευχήθη παν αγαθόν και πάσαν ευτυχίαν εις τον καλόν Πέτρον. Τα δε μικρά της παιδία, άμα ιδόντα τον Κώσταν κρατούντα το ψωμίον, περιεκύκλωσαν πηδώντα και χαίροντα τον αδελφόν των, και τω εζήτουν ανά έν τεμάχιον.

Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου, διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων ολίγας λέξεις.

Αν η οικοδέσποινα εκάμπτετο ευθύς και ήνοιγε το έν θυρόφυλλον, η γραία εστήριζε τον ύβον της ως μοχλόν επ' αυτού, μετεχειρίζετο ως αντηρίδα την βακτηρίαν της και εισεχώρει εις την οικίαν. Τούτου καταργουμένου, μετέβαινε και εγκαθιδρύετο παρά την εστίαν, μεθ' όλους τους μορφασμούς της οικοδεσποίνης. Τότε αύτη τη έδιδε τεμάχιον άρτου. — Τι να το κάμω ψωμί μοναχό; έγρυζεν η γραία.

Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον.

Ήναψα τεμάχιον λαμπάδος εκ κηρού μετρίως νοθευμένου, την οποίαν είχον αγοράσει την προτεραίαν εις την πολίχνην, την είχα δε κόψει εις τέσσαρα τεμάχια χάριν ευκολίας, και περιτυλίξας εις χαρτίον, την είχα βάλει εις το θυλάκιόν μου. Την προλαβούσαν νύκτα είχα λησμονήσει εις το θυλάκιόν μου τα τεμάχια της λαμπάδος.

Και ικανοποιείτο η αδυναμία της διότι έβλεπεν αυτήν τόρα κατακειμένην εκεί εις το χώμα, άνευ ζωής, ραμφιζομένην υπό των γαλίων, ως τεμάχιον πέπονος. Εχαίρετο αμέτρως διά την ταπείνωσίν της εκείνην και την εξουθένωσιν, εκδικουμένη ούτω τα ίδια παθήματα. Εις στιγμήν δε παραφόρου πόθου προς εκδίκησιν, ηθέλησε να συμμεθέξη και αυτή του κακού κ' εβάδισε να την κατασυντρίψη υπό τους πόδας της.

Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα.