United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άι-χούχα!. . . εξέφερε συχνά του στήθους. Κ' έρριπτε βλέμμα εσχάτης απογοητεύσεως εις το καρυοφύλλι του. Το καρυοφύλλι του εις το οποίον δεν είχε πίστιν πλέον, δεν είχε πεποίθησιν, όπως η χήρα εκείνη του ανεκδότου, η οποία ενώ ενόμιζεν εαυτήν κάτοχον Τιμίου ξύλου, βεβαιούται αίφνης παρά του ιδίου πλοιάρχου ότι τούτο ήτο τεμάχιον από του ιστού του πλοίου του.

Φυσικά δεν είχα προς το παρόν τα μέσα να μετρήσω τας διαστάσεις, αλλ' εψηλάφησα τον τοίχον ακριβώς κάτωθεν του χείλους, κατορθώσας ν' αποσπάσω ένα μικρό τεμάχιον, το οποίον άφησα να πέση εις το βάθος του φρέατος. Επί τινα δευτερόλεπτα ήκουσα τον επανειλημμένον κρότον του προσκρούοντος επί των τοιχωμάτων της αβύσσου λίθου.

Τα παιδία όσα κατήρχοντο την μεσηβρίαν από το έν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι' όσον τρόμον τους επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν.

Αντί χαλκίνου κέρματος εις τον δίσκον επρόσφερον εις αυτόν κατά γης τεμάχιον άρτου, κουλούραν ή και κατημέρι. Αλλ' εις ποίον άρα ανήκε το ούτω προσφερόμενον, εις τον θίασον ως τα πεντάλεπτα εταιρικώς, ή τον εισπράκτορα προσωπικώς; Τούτο ήτο τουλάχιστον αμφίβολον.

Και άφησε τους πεθαμένους! Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της θαλάσσης.

Αλλά να πεινάς και να βλέπης τους περί σε ωχρούς εκ της ασιτίας, και να μη βλέπης πόθεν να προμηθευθής τεμάχιον άρτου, και να έχης ανάγκην δυνάμεων διά να τρέχης, διά να περιθάλπης άλλα αδύνατα και αγαπητά περί σε όντα..... Ω ! μόνος ο διελθών τοιαύτας στερήσεις δύναται να εννοήση την πικρίαν των !

Ο γέρων απέθεσεν επί του εδάφους κλαίουσαν εισέτι την μητέρα μου και υπήγε να μας προμηθεύση τροφήν. Επέστρεψε φέρων μιζύθρας• δεν ηδυνήθη να εύρη άλλο τι, ουδ' επερίσσευε τεμάχιον άρτου καθ' όλην εκείνην των δυστυχών την συνάθροισιν. Με τας μιζύθρας παρηγορήσαμεν την πείναν μας.

Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του.