United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηγάπησα περιπαθώς την προσφιλή Ρωσσίδα, κι' εκείνην ο ανίκητος την παραπήρε έρως, μου έκρυβε την πιο καλή του φαγητού μερίδα, κι' επέτρεπε 'στο μαγειριό να μπαίνω ελευθέρως. Πόσαις φοραίς μ' ενέπνευσε η άσπρη της ποδιά, όταν αυτή τα κάρβουνα εις τη φουβού εφύσα! κι' ενώ μου κατεφλόγιζε ο έρως την καρδιά, ερέθιζε τη μύτη μου του μαγειριού η κνίσσα.

Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . . Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου ακόμη και την μεθύσκει.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο γεννηθείς την ημέραν καθ' ην θα λησμονήσω να πέμψω απεσταλμένον προς τον Αντώνιον, θα αποθάνη επαίτης. — Χαρτί και μελάνη, Χάρμιον. — Καλώς ήλθες, φίλτατε Αλεξά. — Ηγάπησα ποτέ τόσω τον Καίσαρα, Χάρμιον; ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω τον ανδρείον εκείνον Καίσαρα! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Να σκάσης αν αποκριθής πάλιν με τόσην έμφασιν! Ειπέ τον ανδρείον Αντώνιον. ΧΑΡΜΙΟΝ. Τον ανδρείον Καίσαρα!

Κι' εφαίνετο βασίλισσα 'στα θέλγητρα κι' αυτή, χαριτωμένη, κόκκινη, ξανθομαλλούσα Ρώσσα... και τώρα θα μου 'πήτε σεις κρυφά κρυφά 'στ' αυτί: μα πώς, αφού δεν είξευρα του τόπου της την γλώσσα, 'μπορούσα με την φίλην μου να συνεννοηθώ; Αν έπρεπε ως έμπορος τα Ρούσσικα να ξέρω, μήπως αυτά μ' εμπόδιζαν και να ερωτευθώ; ηγάπησα, χωρίς ποτέ μια λέξι να προφέρω.

Συντροφιά με τους γλάρους. Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι.

Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά, και φαίνεται ότι θα περάσω και καλά, διότι βλέπω ότι ετοιμάζονται τέσσαρα συμπόσια. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· ουδέποτε σε εμίσησα· σε είδον μαχόμενον και εζήλευσα την ανδρείαν σου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε σε ηγάπησα πολύ· αλλά σε επήνεσα όταν δεκάκις ήσο άξιος των επαίνων τους οποίους σου απέδωκα. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχε πάντοτε την αυτήν ειλικρίνειαν, διότι αύτη σου αρμόζει θαυμασίως.

Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων, — Λοιπόν; — Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.

Τότε βλέπουν το Τελώνιον και ανοίγει την κασέλαν, και ευθύς βγάζει έξω μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, στολισμένην με ευμορφότατα φορέματα και λέγει της το Τελώνιον· ω ωραιοτάτη μου αγαπητική, που σε άρπαξα από τας αγκάλας του νυμφίου σου την ιδίαν ημέραν των γάμων σου, και σε ηγάπησα πάντοτε με όλην μου την επιθυμίαν, ευχαριστήσου για να κοιμηθώ ολίγον εις τα γόνατά σου, να αναπαυθώ ολίγην ώραν, επειδή διά τούτο ήλθα εις τούτον τον έρημον τόπον.

Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον