United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.

Αφού τους αλιεύσωσι, τους ξηραίνουσιν εις τον ήλιον, τους ρίπτουσιν εις όλμον και αφού τους κοπανίσωσι, τους περώσι διά σινδόνης. Έπειτα, όστις θέλει να φάγη, τους κάμνει μάζαν και τους ψήνει ως το ψωμίον. Αφού ο Κύρος υπέταξε το έθνος τούτο, επεθύμησε να υποτάξη και τους Μασσαγέτας.

Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων εκείνων μορφών.

Ο αγαθός ιερεύς και η φιλάνθρωπος σύζυγός του συνεκινήθησαν, κατεφίλησαν αυτόν, και τω υπεσχέθησαν το ζητηθέν ψωμίον. Αλλ' η αγαθή καρδία του Πέτρου δεν υπέφερε να βλέπη τον Κώσταν αργόν και αγράμματον.

Ακολούθως δε παρεκάλεσε τους γονείς του να στέλλωσι δι' αυτού καθ' ημέραν εις την μητέρα του Κώστα έν ψωμίον, υποσχόμενος ότι αυτός θέλει τρώγει εις το εξής ολιγώτερον, και ότι συγχρόνως θέλει προσέχει τα ενδύματά του περισσότερον, όπως οικονομώσι τοιουτοτρόπως οι γονείς του το ψωμίον της πτωχής οικογενείας.

Ο δε Πέτρος, αφού εφρόντισε να νιφθή ο Κώστας, τον ενέδυσε τα καθαρά του φορέματα, τω εσύστησε στενώς την καθαριότητα, τω έδωκε και έν ψωμίον με την άδειαν του πατρός του, και ακολούθως συνώδευσεν αυτόν εις την πτωχικήν του καλύβην.

Επιστρέψας ο Πέτρος εις την οικίαν του, διηγήθη εις την μητέρα και τον πατέρα του την κατανυκτικήν σκηνήν της καλύβης, την αγαθότητα της πτωχής γυναικός, τας εγκαρδίους ευχάς και ευλογίας της, τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης της, και την ζωηράν χαράν των πειναλέων τέκνων της, ότε είδον τον Κώσταν φέροντα το ψωμίον.

Διά τούτο πολλάκις η Κρατήρα, αν και είχε ψωμίον, εύρισκεν αφορμήν να ζυμώση, για φρέσκο τάχαπότε πίττα, πότε τυρόπιττα, διά να μανθάνη εις τον φούρνον τα νέα της γειτονίας της και του χωρίου. Ενίοτε όμως ο μπάρμπα-Σταύρος εθύμωνεν. Όσον επιεικής και αν είνε κανείς, πάντοτε είνε καμωμένος από νεύρα.

Η καλή μήτηρ του Κώστα, ιδούσα τον υιόν της ούτω μεταμορφωμένον, και μαθούσα παρ' αυτού τα διατρέξαντα, έχυσε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης· ευχαρίστησε τον Ύψιστον, και ευχήθη παν αγαθόν και πάσαν ευτυχίαν εις τον καλόν Πέτρον. Τα δε μικρά της παιδία, άμα ιδόντα τον Κώσταν κρατούντα το ψωμίον, περιεκύκλωσαν πηδώντα και χαίροντα τον αδελφόν των, και τω εζήτουν ανά έν τεμάχιον.