United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είδα έκτοτε το Ναύπλιον, αλλ' έμεινε χαραγμένη εις την μνήμην μου η απότομος μορφή του Παλαμηδίου, σκιάζουσα την κοιλάδα όπου καλαμώνες περιφραχτούν το ρεύμα ταπεινού ρύακος, και η θέα της πόλεως, επί των τειχών της οποίας είδα μακρόθεν τότε κυμαινομένην την Τουρκικήν ημισέληνον. Εις Σπέτσας ηύρα και τους γονείς και τας αδελφάς μου ασθενείς και κλινήρεις.

Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.

Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.

Ως ο βορράς Εκ' εις τα δένδρα πνέει, Ως το νερόν του ρύακος Χόρτων εν μέσω ρέει, Και ο Χρόνος τανυσίπτερος Και φθίνει, και περά. Και, ως η ναυς, η πλέουσα, Υδραύλακας αφίνει, Ούτως ο Χρόνος προχωρεί Αφίνων, ως εκείνη, Τας αναμνήσεις ίχνη του Μυθώδη, ζοφερά. Υπέρ ποτε ωμίλησα, Λίαν εκτεταμένως, Και σας ζητώ, ω φίλοι μου, Συγγνώμην επομένως· Α!...είναι ακατάσχετος Των πόνων η ορμή!...

Η Ιωάννα μη γνωρίζουσα την οδόν έτρεχεν όπου οι τέσσαρες του υποζυγίου πόδες έφερον αυτήν αλλ' ανευρούσα μετ' ου πολύ το ρεύμα της Μεΰνης ηκολούθησε τους ελιγμούς του ρύακος, ως ο Θησεύς τον μίτον της Αριάδνης, μέχρις ου έφθασε δύοντος του ηλίου εις το τέρμα της οδοιπορίας.

Προς άγγελον ουράνιον Αυτήν παρομοιάζων. Κ' ενίοτε, ενίοτε Βαρύαλγος στενάζων, Αντήχει εις τ' απόκρημνα Του ρύακος πλευρά. Εξαίφνης τότε, πόρρωθεν, Φωνής ηκούσθη ήχος Οξύς, κ' εκ στήθους φλογερού Εξήρχετο ο στίχος: « — Είναι σκληρά, ως σίδηρος, » Της νέας η καρδιά! — » Κ' εφάνη προσερχόμενος Ρέμβος τις νεανίας, Μέλος και ούτος της τριπλής Εκείνης μας φιλίας.

Ως ο βορράς Εκ' εις τα δένδρα πνέει, Ως το νερόν του ρύακος Χόρτων εν μέσω ρέει, Και ο χρόνος τανυσίπτερος Και φθίνει και περά. Και ως η ναυς, η πλέουσα, Υδραύλακας αφίνει Ούτως ο χρόνος προχωρεί, Αφίνων, ως εκείνη, Τας αναμνήσεις ίχνη του Μυθώδη, ζοφερά. Ήτο Αυγή· και έλαμπον Του έαρος τα κάλλη. Αστέρες, άλλοι έσβεννον, Κ' εφεγγοβόλουν άλλοι. Και, ως σαπφείρινος στοά, Η στέγη τ' ουρανού

Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν.

Είνε αληθές, ότι η επί του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν αναγκαίον να εγείρη παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της οδού εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος.

Εις έκαστον του συριγμού παλμόν διέκρινε τις τον ψίθυρον των σταχύων, τον τριγμόν του ιπταμένου πτηνού, τον κελαρυσμόν του ρύακος, το βέλασμα του προβάτου, το βογγητόν του δάσους, όπως κατά την αναδίφησιν λευκώματος υφ' εκάστην σελίδα ανευρίσκει νέας μορφάς και πρόσωπα και αμφιέσεις, ποικίλας της φύσεως απόψεις και χρωματισμούς.