United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυο ολοκλήρους μήνας εξηκολούθησεν η Ιωάννα πλέουσα ως κύκνος εις τα νάματα ανεξαντλήτων ηδονών και υπό του νέου εραστού της λατρευομένη, ει και είχεν ήδη υπερβή τον μεσαίον εκείνον σταθμόν του βίου, μετά τον οποίον στρέφομεν μετά πόθου το βλέμμα προς τα οπίσω.

Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.

Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρατο μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο! — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισίς της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της. Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλειτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή έξ οργυιάς.

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο.

Προ πολλών αιώνων, εις τον καιρόν της εικονομαχίας, ενεφανίσθη το πρώτον εις τας τρικυμιώδεις ακτάς του Άθωνος ταξειδεύουσα μόνη της με θαυμαστόν τρόπον, όρθια πλέουσα, την οποίαν ιδών από θείαν εμπνευσιν ένας αγιώτατος ησυχαστής από το βουνόν επάνω, καταβάς έκαμε γνωστόν το παράδοξον αυτό εις την εγγύς Μονήν των Ιβήρων και εισελθών είτα εις την θάλασσαν παρέλαβεν αυτήν με θάμβος και με χαράν.

Ως ο βορράς Εκ' εις τα δένδρα πνέει, Ως το νερόν του ρύακος Χόρτων εν μέσω ρέει, Και ο Χρόνος τανυσίπτερος Και φθίνει, και περά. Και, ως η ναυς, η πλέουσα, Υδραύλακας αφίνει, Ούτως ο Χρόνος προχωρεί Αφίνων, ως εκείνη, Τας αναμνήσεις ίχνη του Μυθώδη, ζοφερά. Υπέρ ποτε ωμίλησα, Λίαν εκτεταμένως, Και σας ζητώ, ω φίλοι μου, Συγγνώμην επομένως· Α!...είναι ακατάσχετος Των πόνων η ορμή!...

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.

Ως ο βορράς Εκ' εις τα δένδρα πνέει, Ως το νερόν του ρύακος Χόρτων εν μέσω ρέει, Και ο χρόνος τανυσίπτερος Και φθίνει και περά. Και ως η ναυς, η πλέουσα, Υδραύλακας αφίνει Ούτως ο χρόνος προχωρεί, Αφίνων, ως εκείνη, Τας αναμνήσεις ίχνη του Μυθώδη, ζοφερά. Ήτο Αυγή· και έλαμπον Του έαρος τα κάλλη. Αστέρες, άλλοι έσβεννον, Κ' εφεγγοβόλουν άλλοι. Και, ως σαπφείρινος στοά, Η στέγη τ' ουρανού

Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων. . . Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ' έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει.