United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Εδάκρυεν, εγέλα, εζητωκραύγαζεν υπέρ του βασιλέως, υπέσχετο λαμπάδας εις όλους τους αγίους και επί τέλους εζήτησε να παρασύρη τον πνευματικόν του να χορεύσουν μαζί μίαν ταραντέλλαν. — Τι κάμνεις, αθεόφοβε! είπεν ούτος. Λησμονείς ότι εχάθημεν και οι δύο, αν γνωσθή ότι σου εφανέρωσα το μυστικόν. Γονάτισε και εξομολογήσου.

Ο Φλέρης και ο Μιστράς τον κυττάνε εκστατικοί. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο μου. Αχ! δε βαστάω πια. Δεν μπορώ να στο κρύψω. Θα με κολάση ο Θεός. Έλα, κύριε Τάσσο μου. Έλα, πρόφτασε. ΦΛΕΡΗΣΤι τρέχει; Τι είναι. Μίλα. Χάνω τα μυαλά μου. Αθεόφοβε τι είν' αυτό πού κάνεις; Ξέρεις τι κάνεις; Μίλα! Μίλα! Τι μου κρύβετε; Μιλάτε . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο. Σε γυρεύει η δυστυχισμένη.

Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.