United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός δε εκάθευδε». Τα κύματα έπεσον επ' Αυτόν τον Ιησούν, αλλ' Αυτός δεν εξύπνα. Έως τώρα οι μαθηταί δεν ετόλμησαν να τον εξυπνήσουν. Αλλ' ήδη το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα», έκραξαν τότε οι μαθηταί. Η φοβερά τρικυμία ήτις κατετρόμαξε τους μαθητάς δεν ετάραξε τον Ιησούν.

Δύο τρία φιλιά μόλις προφταίνει να της δώση ακόμα στα χλωμά της μάγουλα. Κι αυτά βιαστικά, σα να της τάκλεφτε. Δυο φιλιά; Τι να της κάμουν αυτής δυο φιλιά· πως να την παρηγορήσουν; Κ' η γις κι ο κόσμος όλος της φαίνεται, πως βυθίζεται μπροστά στα ποδάρια της.

Οι μισοί επιβάτες άρρωστοι, ξεψυχώντας απ' αυτές τις ανυπόφορες αγωνίες, που το κούνημα του καραβιού προξενεί στα νεύρα και σ' όλα τα υγρά του σώματος, που ταράζονται σε αντίθετες διευθύνσεις, δεν είχαν ούτε καν τη δύναμη ν' ανησυχήσουν για τον κίνδυνο. Οι άλλοι μισοί ξεφωνούσαν και προσευχόντανε. Τα πανιά ήτανε σκισμένα, τα κατάρτια σπασμένα, το καράβι ανοιγμένο. Σάλευε όποιος μπορούσε, κανείς δε συνενοούτανε, κανένας δεν κυβερνούσε. Ο αναβαπτιστής βοηθούσε λιγάκι στην κυβέρνησι του καραβιού· ήτανε πάνω στη γέφυρα: ένας ναύτης θυμωμένος τόνε χτυπά απότομα και τον ξαπλώνει στα σανίδια: Αλλ' από το χτύπημα, που τούδωσε, τινάχτηκε κι' ο ίδιος τόσο δυνατά, πούπεσε έξω από το καράβι με το κεφάλι κάτω. Έμενε κει κρεμασμένος και γαντζωμένος από ένα κομμάτι σπασμένου καταρτιού. Ο αγαθός Ιάκωβος τρέχει να τον βοηθήση, τον βαστάει να ξανανέβη, αλλ' από την προσπάθεια, που κάμνει, γλυστράει και πέφτει στη θάλασσα μπροστά στα μάτια του ναύτη, που τον αφήνει να χαθή χωρίς να γυρίση να τον ιδή. Ο Αγαθούλης πλησιάζει, βλέπει τον ευεργέτη του που ξαναφαίνεται μια στιγμή και που βυθίζεται για πάντα. Θέλει να ριχτή στη θαλασσα· ο φιλόσοφος Παγγλώσσης τον εμποδίζει, αποδείχνωντάς του, πως ο κόρφος της Λισσαβώνας κατασκευάσθηκε επίτηδες για να πνιγή σ' αυτόν ο αναβαφτιστής. Ενώ το απόδειχνε

Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ το Δημιουργό! Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών. Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη.

Ο Φιντής ξαναπιάνει την εφημερίδα του και βυθίζεται στο διάβασμα της. Ησύχασε ξέρεις από κάμποση ώρα η Αννούλα. . Πήγε μέσα στην κάμαρά της, κ' έκλαψε, έκλαψε όσο πια που νανουρίστηκε μονάχη της, κι αποκοιμήθηκε. Την πήρρα κ' εγώ και την έβαλα στο κρεββάτι, και τη σκέπασα να μην κρυώση. θα της κάμη καλό αυτός ο ύπνος. ΦΙΝΤΗΣ Αλλόκοτο κορίτσι αυτό το παιδί!

Έρχονται οι επισκέπται και επάνω από τα χιονοσκεπή όρη, ανέρχονται και από τας βαθείας κοιλάδας· αλλά τότε πρέπει να αναβαίνουν πολλάς ώρας· και ενώ αναβαίνουν, βυθίζεται πάλιν η κοιλάς βαθύτερον και βλέπουν κάτω μέσα εις αυτήν, σαν να έβλεπον από αερόστατον.

Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζεται. Ταχύς ως η αστραπή, ο μπάρμπα-Διόμας απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον εν όσω εκάθητο εις το πηδάλιον, &έγειρε& προς το μέρος της &σκότας& του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να &μπαττάρη& την λέμβον. Μέγας έγεινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα.

Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.

Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.

Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισίς της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της. Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλειτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή έξ οργυιάς.