United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεφύτρωσε τέλος κι ο Θεόφιλος, ο ανάξιος φίλος του Συνεσίου, ο ξολοθρευτής του ναού του Σεράπι, βράζοντας από πάθος που χεροτονήθηκε ο Χρυσόστομος Πατριάρχης, κι όχι κάποιος δικός του. Τα είδαμε τα γενάμενα στην πρώτη του Σύνοδο, 'που μια από τις σαρανταεφτά του κατηγορίες είταν κ' η μοιχεία! Είδαμε και τις προκοπές της δεύτερης της Συνωμοσίας.

Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.

Ξεφύτρωσε όμως άξαφνα ομπρός μου αναπάντεχη δυσκολία: Η αμηχανία που πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιτώντας μες στον καθρέφτη θέλη να ιστορήση του προσώπου του τα σημάδια! Μάλλους λόγους, σωστός Ρωμιός κι ο ιστορητής, μ' όλα ίσως τα Ρωμαίικα ψεγάδια, χωρίς τουλάχιστο και μ' όλα ίσως τα ρωμαίικα παινέδια.

Σαν απέθανε ο Ζήνωνας, εκεί που περίμενε ίσως ο κόσμος το Λογγίνο διάδοχο, ξεφύτρωσε άλλος γαμπρός για το θρόνο στη μέση. Κ' είτανε σταλήθεια γαμπρός ο Δυρραχιώτης ο Φλάβιος Αναστάσιος, ο ωραίος Σιλεντιάριος, ο «Δίκορος», καθώς τον παρονομάζανε, με το να είταν τόνα του μαύρο μάτι και τάλλο του γαλανό. Τον ερωτεύουνταν η βασίλισσα η Αριάδνη τον Αναστάσιο χρόνους και χρόνους.

Από τέτοιες άσκοπεςας τις πούμεμελέτες ξεφύτρωσε τέλος στη μέση κι ο Άρειος κ' η Αίρεση του, που πήγε να την πνίξη τη θρησκεία μέσα σε θεωρίες και σε σοφίσματα που κανένας λαός δεν μπορούσε να βγάλη όφελος από τέτοια, αφού δα μήτε να τα καλονοιώση δεν μπορούσε.

Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε ταναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.