United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι τον πέρνουν από πίσω. Γαυγίζει δυνατά, και σκαρφαλώνει κατά την ακτή. Μπαίνει στην εκκλησιά και πηδάει στο βωμό. Ξαφνικά ρίχνεται από την τζαμαρία, πέφτει στα πόδια του βράχου, ξαναβρίσκει τα ίχνη στην παραλία, στέκει μια στιγμή στο θάμνο που είχε κρυφτεί ο Τριστάνος, έπειτα φεύγει για το δάσος. Όλοι συγκινούνται. «Ωραίε Βασιληά, λένε οι ιππότες, ας πάψουμε πεια να τον ακολουθούμε.

Από εκεί έβλεπε την ψηλή χλόη να κυματίζει σαν να ακολουθούσε το μονότονο μοτίβο του ακορντεόν, και τα άλογα ακίνητα στον ήλιο σαν ζωγραφισμένα επάνω στο γαλάζιο σμάλτο του ορίζοντα. Οι φωνές χάνονταν μέσα στη σιωπή, οι μορφές έσβηναν μες στο φως. Να όμως μια γυναικεία πλάι σ’ ένα θάμνο και μια άλλη, αντρική, που την πλησιάζει τόσο πολύ που σχηματίζουν μια σκιά μόνο.

Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.

Εγώ ξέφυγα, Ιζόλδη, και σένα θα σε σκοτώση. Για μένα την καίνε! Γι' αυτή, πρέπει κ' εγώ να πεθάνω». Ο Γκορνεβάλης του είπε: «Ωραίε άρχοντα, ησυχάστε, μην ακούτε το θυμό σας. Κυττάχτε αυτόν τον πυκνό θάμνο, το φραγμένο από πλατύ αυλάκι. Ας κρυφτούμε κει. Πολλοί περνάνε από το δρόμο. Θα μας πουν νέα.

Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού∙ και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης.

Κι όταν πλησιάσαμε στο νησάκι, νομίζαμε πως κάθε πέτρα, κάθε δέντρο, κάθε θάμνο μεγαλώνανε όχι από το πλησίασμα, μα από την ανάμνησή μας, που είχε φυλάξει πιστότερα από την πραγματικότητα την τοποθεσία αυτή, απ' όπου βλάστησε για μας η ευτυχία όλης της ζωής. Όταν όμως φτάσαμε στη στεριά, σταματήσαμε κ' οι δυο και το ξεφωνητό της μαγείας, που έτρεμε στα χείλη της Έλσας, πάγωσε.

Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.

Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.

Έπειτα το είπαν του Βασιληά Μάρκου, κ' εκείνος διάταξε να μη ξανακόψουν πεια το θάμνο. Άρχοντες, οι καλοί τροβαδούροι του παληού καιρού, ο Βερούλ, κι' ο Θωμάς, κι' ο άρχοντας Άιλχαρτ, κι' ο κύριος Γκόττφριδ, αφηγήθηκαν αυτή την ιστορία για κείνους που αγαπούν, όχι για τους άλλους. Σας στέλνουν με μένα το χαιρετισμό τους.

Είδε όμως μια μικρή φιγούρα, γκρίζα και μακρουλή, ακολουθούμενη από μια άλλη σκουρότερη και κοντύτερη να πηδούν, σαν να πετούσαν, από τον ένα θάμνο στον άλλο γύρω από την καλύβα και να εξαφανίζονται χωρίς να τους δίνουν το χρόνο ν’ αρπάξουν καμιά πέτρα για να τις χτυπήσουν. Σηκώθηκε και ο Έφις. «Είναι οι αλεπούδες», είπε χαμηλόφωνα. «Άστες να φύγουν. Κάνουν έρωτα.