United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν τρέχοντας τυχόν μας προσπεράσει, με τ' όπλο εσύ από τους οχτρούς προς τα καράβια πάντα περιόριζέ τον, μην τυχόν στο κάστρο μας ξεφύγει

Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.

Ήδη το σκήπτρον είχε ξεφύγει από τας χείρας της φυλής· ήδη το ισχυρόν αξίωμα και η κολοσσαία δύναμις του μεγάλου Αρχιερέως είχεν εκμηδενισθή προ των Ιδουμαίων τετραρχών ή των Ρωμαίων υπάτων· ήδη η καταπιεστική επίδρασις, η ασκουμένη επί του παρηκμακότος Συνεδρίου, ήτο εις χείρας ασυνειδήτων οπαδών της Ηρωδείου δυναστείας ή δολίων Σαδδουκαίων.

Ένας νέος εγδότης μόλις θα μπορέση ή να διάβαση μια λέξη καλήτερα παρά που τη διάβασαν ίσια με τώρα, ή να ξεδιαλίση με πιιότερη ακρίβεια το νόημα ενός στίχου που είχε ξεφύγει στους άλλους. Άφτή τη δουλειά κάμνουν ίσια ίσια στην Εβρώπη με μάθηση πολλή και τέχνη μεγάλη. Βρίσκουνται κάπου κάπου και μερικοί πιο προκομμένοι, πιο ξυπνοί, που φωτίζουν τη σπουδή της αρχαιότητας με καινούριες ιδέες.

Έσφιξ' η θηλιά, επεδούκλωσε του βοϊδιού τα πόδια. Επάλεψε αγριεμένο να λεφτερωθή. Ανατινάχτηκε, αναπήδησε, έσφιξε πλιότερο η θηλιά, πλιότερο επεδουκλώθη, ανακωλώθηκε ξαπλωταριά χάμου στα χώματα. Άφριζε, εφρίμαζε, εσηκοκυλιόταν, πασκίζοντας μάταιον αγώνα, να ξεφύγει με σπαρταρίσματα και κλωτσιές χάμου, να σπάση τα σκοινιά που τούσφιγκαν τα πόδια.

Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

Μην πάβεις πριν τ' ανήμερο πελέκι, πριν στρυμώξεις τους Τρώες, κάθε μάννας γιο, μες στ' αψηλό τειχί τους, 295 αν δα ξεφύγει και κανείς· κατόπι, σα σκοτώσεις με το χαλκό τον Έχτορα, γύρνα στα πλοία πάλι. Νίκη, Αχιλέα, θέλουμε και δόξα να κερδίσειςΕίπαν και παν με τους θεούς. Κι' αφτός ορμάει στον κάμπο, γιατί την τόλμη τ' άναψαν τα θεϊκά τους λόγια.

Δε βρήκα απ' τους γονιούς μου εγώ στον πόλεμο να τρέμω, ή να ξεκόφτω ... βρίσκεται καρδιά εδώ μέσα ακόμα! 254 Μα αφτοί κι' οι διο απ' τα χέρια μας τα γλήγορα άλογά τους 257 πίσω δε θαν τα παν, αν δα κι' ο ένας μας ξεφύγει. Τώρα άλλο λόγο θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις.