United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κοίτα αν είναι σπασμένο κανένα από τα δέντρα σου, αν είναι κομμένο κανένα οπωρικό, αν έχη πατηθή καμιά ρίζα λουλουδιού, αν έχη θολώσει καμιά πηγή. Και χαίρου πως μονάχα εσύ από τους ανθρώπους είδες στα γεράματά σου εμένα. Αφού είπεν αυτά, πέταξε σαν αηδονάκι στις σμερτιές και, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, ανέβαινε στην κορφή μέσ' από τα φύλλα.

Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες. Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος.

Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.

Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά.

Η χειρ μου τότε σκούντησε ένα σπασμένο και μαυρισμένο ποτήρι και αιφνιδίως ολόκληρος η τρομερά αλήθεια έλαμψε προ των οφθαλμών μου. Λ ί γ ε ι α . . . «Και στο βάθος ευρίσκεται η θέλησις, η οποία ουδέποτε πεθαίνει.

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

Τράγοι, αφού εθύμωσαν, επιάστηκαν· και σαν έγιναν πιο δυνατά τα κουντρίσματα σπάει του ενός το ένα κέρατο· και μουγκρίζοντας τούτος από τον πόνο τόβαλε στη φευγάλα· μα ο νικητής ακολουθώντάς τον καταπόδι τον κυνηγούσε αδιάκοπα. Λυπάται ο Δάφνης τον τράγο με το σπασμένο κέρατο και θυμωμένος από την κακία του νικητή τον κυνηγούσε, αφού άρπαξε την αγκλίτσα του.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.