United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τηνε δη και να τη μακαρίση, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα.

Ο ντον Τζάμπε κόντεψε να τρελαθεί• έτρεξε από εδώ και από εκεί, σ’ όλα τα γύρω χωριά και στα παράλια ψάχνοντας τη Λία, κανείς όμως δεν ήξερε να του δώσει νέα της. Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν.

Μην παραξενεύεσαι· είπε τρυφερά αφίνοντας την αξίνα και πιάνοντάς την από το χέρι. Μήπως εδώ σ' αυτήν τη θέση, δε μου είπες άλλοτες εκείνη τη συμβουλή. — Ποια συμβουλή ; τον ρώτησε η κόρη ψάχνοντας το νου της. — Εκείνη την προγονική μας· πως την είπες ; ξέχασα τα λόγια τώρα. Ξέχασα τα λόγια, μα θυμάμε καλά το νόημα τους. Τόχω σφιχτοκλεισμένο στην ψυχή μου και θέλω να το κάμω αλήθεια.

Γι' αυτό δεν θα ήθελε να χάση καιρό ψάχνοντας τριγύρω, στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε κείνους που είνε στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός, κι' ας βλαστημούν μέσα τους πλεια. Τι να γείνη! — Λοιπόν; — Τώρα σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δος μου το ένα κουπί. Ο νέος δεν αντέστη, και μετέθεσε προς την πρύμνην την μίαν κώπην.

Ναι, εντάξει, τώρα όμως, τον Οκτώβρη, πώς θα περάσετε;» «Δεν ξέρω, δε μου λένε τίποτε.» «Ξέρω ότι η Έστερ γυρίζει ψάχνοντας λεφτά. Θα γυρίζει για πολύ ακόμη, θα της πέσουν και τα τελευταία δόντια και δεν θα έχει βρει. Ξέρω ότι θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να πουλήσει, αλλά όχι σ’ εμένα

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης· ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585 πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο, και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».

Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.

Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι• και ο λίθοςόλα επέταξεν επάνω τα σημεία, γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».

Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.

Δεν θα χαρή για τούτη του την καλή τύχην, θα τυφλωθή, προλέγω σας, και θα πλανάται ξένος μέσα στην ξενιτειά με το ραβδί του να βρή τον δρόμον ψάχνοντας° ο ίδιος πατέρας και αδελφός ομού και της μητρός του μαζί παιδί και σύζυγος !... Εσείς θα ιδήτε πώς είναι, και πώς έσπειρεν ίδια γυναίκα με τον πατέρα θα βρεθή.