United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσφιξ' η θηλιά, επεδούκλωσε του βοϊδιού τα πόδια. Επάλεψε αγριεμένο να λεφτερωθή. Ανατινάχτηκε, αναπήδησε, έσφιξε πλιότερο η θηλιά, πλιότερο επεδουκλώθη, ανακωλώθηκε ξαπλωταριά χάμου στα χώματα. Άφριζε, εφρίμαζε, εσηκοκυλιόταν, πασκίζοντας μάταιον αγώνα, να ξεφύγει με σπαρταρίσματα και κλωτσιές χάμου, να σπάση τα σκοινιά που τούσφιγκαν τα πόδια.

Οι κλαυθμηρισμοί τους οποίους έβαλλε το παιδίον διά την άρνησίν του εκείνην, εφαίνοντο εις τον γέροντα κλαυθμηρισμοί ολοκλήρου γενεάς, της οποίας απηρνούντο την πρόοδον, τους αγνώστους κόσμους εις τους οποίους μοιραίως βαδίζει, θέλοντες να στρέψουν αυτήν οπίσω εις το παρελθόν. Και κατενόει ήδη ότι ήτο άδικον τούτο· εντελώς άδικον και μάταιον!

Όταν λοιπόν πρόκειται να ζητήσουν τίποτε, διδάσκουν διά πολλών επιχειρημάτων ότι ο άνθρωπος πρέπει να είνε μεταδοτικός, ότι ο πλούτος είνε πράγμα μάταιον και ασήμαντον και ότι ο χρυσός και ο άργυρος ουδόλως διαφέρουν από τα χαλίκια της παραλίας.

Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη. Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα. — Μην κοιμάται; είπε. Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου.

Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Να κρατής την κόρην σφικτά ανθισταμένη. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω ! αν αρκεί τούτο μόνον, θα σωθή το τέκνον μου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Βεβαίως θα σωθή οπωσδήποτε. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άκουσε, μήτερ μου, τους λόγους όσους θα σοι είπω. Αδίκως οργίζεσαι κατά του πατρός μου. Μάταιον είναι να επιμένωμεν ζητούσαι τα αδύνατα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη. Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει, παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!

Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην. — Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον.

Και μετ' ολίγας ημέρας επέπρωτο ο γέρων ούτος ναυτικός, όστις την πρωίαν εκείνηντις οίδε; — με την πένθιμον εκείνην ευθυμίαν του άλλην πρόθεσιν ίσως δεν είχεν, ειμή να υποδείξη το μάταιον και το συνθηματικόν και το αγοραίον πάσης ανθρωπίνης συνηθείας, ως και αυτής της νεκρωσίμου πομπής· ο γέρων ούτος, όστις δεν ήτο ειμαρμένον ν' αξιωθή ούτε της εσχάτης παραμυθίας, ούτε της κηδεύσεως, έμελλε να ίδη όλην την φοβεράν, την δαιμονιώδη πομπήν, όλων των στοιχείων τ' ουρανού, των ανέμων, των κυμάτων την φρικώδη συνοδείαν ορχουμένην μανιωδώς περί την γηραιάν κεφαλήν του, γύρω εις την λευκήν ακτένιστον κόμην του· κ' έμελλεν εν τριγμώ αλύσεων και τροχαλιών και αρμένων να καταποντισθή εις το κύμα «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος».

Ίσως είνε μάταιον και περιττόν να ομιλή κανείς περί σου με την ειλικρίνειαν ήτις αρμόζει εις τους μορφωμένους ανθρώπους.