United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.

Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του Αούλου. — Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας κάποιου Χριστού .

Σίγουρα έχεις έρθει για να ταράξεις τη χαρά μου.» «Η γριά Ποτόι πέθανε», είπε επιτέλους ο Έφις και ο Τζατσίντο του πλησίασε το πιρούνι στο πρόσωπο σαν να ήθελε να τον τρυπήσει. «Φύγε, πουλί της συμφοράς! Το ήξερα ότι θα έφερνες την είδηση κάποιου θανάτου! Τι άλλο;» «Και η Γκριζέντα ετοιμάζεται να μας αφήσει. Θα την δεις να φτάνει εδώ σε μερικές μέρες. Αυτά ήρθα να σου πω

Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα.

Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες, με γιομάτη την καρδιά απ’ της συμφοράς τη νέα την τύχη, περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι όποιος λάχη ο νικητής που θα τους τύχη. Μα είν’ ελπίδα η νύχτα η σκότεινη να σώση απ’ τα ολόκλαυτα δεινά να με γλυτώση. Να, του στρατού ο κατάσκοπος, αν δε γαλιούμαι, κάποια καινούγιαν είδηση, φίλες, μας φέρνει με βία τ’ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του.

Στην πρώτη πράξη το σπίτι του Ευρωπαίου ανατολίτη Μεμιδώφ με τη λάμψη του, με το θόρυβο του, με τα χάλια του γοργοδειγμένο, κ' ύστερα με το ξεσκέπασμα του γάμου του Κώστα που το δέρνει σα χαλαζόβροχο. Στη δεύτερη πράξη η φωλιά των νιόνυφων και ταργαστήρι του ζωγράφου• η χαρά του ωραίου τώρα και μαζί το φοβέρισμα κάποιου αύριο αγνώριστου και σκοταδερού. Στην τρίτη.

Προς το βράδυ ο ουρανός ξεκαθάριζε, όλο το ασήμι των ορυχείων του κόσμου μαζευόταν σε μπλοκ και σε σωρούς στον ορίζοντα∙ αόρατοι εργάτες το δούλευαν, έχτιζαν σπίτια, κτίρια, ολόκληρες πολιτείες, κι αμέσως μετά τα χαλούσαν και ερείπια, ερείπια άσπριζαν τότε μες στο δειλινό, σκεπασμένα με χρυσή βλάστηση, με ροδόχρωμους θάμνους∙ περνούσαν κοπάδια από γκρίζα και μαύρα άλογα, ένα σημάδι κίτρινο έλαμπε πίσω από ένα διαλυμένο κάστρο και έμοιαζε να είναι η φωτιά κάποιου ερημίτη ή κάποιου ληστή που είχε καταφύγει εκεί πάνω: ήταν το φεγγάρι που έβγαινε.

Απέραντη σιωπή βασίλευε. Μόνο το τετέρισμα κάποιου χελιδονιού έμοιαζε να βγαίνει μέσα από τα ερείπια των τοίχων και ο καλπασμός ενός αλόγου αντήχησε μακριά, όλο κι πιο μακριά. «Είναι ο Τζατσίντο», σκέφτηκε ο Έφις, «πήρε ένα άλογο και γυρίζει εκεί κάτω, θα τα πει όλα στις θείες του και θα τις βασανίζειΈστησε αυτί.

Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού• ήταν ο αναστεναγμός των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη.

Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί στις κυράδες του.